Θλίψη ετών 31


Έκρυβε τη θλίψη του μέσα σε στιχάκια της στιγμής,σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και βόλτες με ποδήλατα στην εξοχή.
Έλιωνε τα χειμωνιάτικα πρωινά και πάγωνε τα δειλινά του Αυγούστου,έβλεπε όνειρα παράξενα,
άκουγε τις ανεμωδίες που έφερναν οι ανέμοι απο μακριά,χίλια κομμάτια βαστούσε την ψυχή του,κάθε που έδυε κι ανέτειλλε,με την πανσέληνο και με βροχή,κάθε στιγμή πιο ραγισμένος,κάθε φορά διάφανος,ο άνθρωπος που δεν υπήρξε..
Αγάπησε τον Κόσμο,την κάθε του γωνιά,τις θάλασσες τις βαθιές και τ'άγρια τα βουνά,τα έρημα ακρογιάλια και τα πιο απόμακρα άστρα,κι όμως δεν τον αγάπησε ποτέ κανείς.
Ύμνησε την Ελπίδα,την ομορφιά των γυναικών,τον ήχο της βροχής πάνω στο χώμα,κι όμως,όλα όσα είχε ήταν μονάχα μια αιώνια θλίψη.
Συνομιλούσε με σκιές και έκπτωτους αγγέλους,σε μπαλκόνια σκοτεινά,γεμάτα παραισθήσεις,κοιτώντας τις παράξενες φωτιές που ανάβανε μακριά μέσα στη νύχτα.
Χαμένος μέσα σε παμπάλαιους χάρτες και μυστήρια βιβλία,ακίνητος μες την ομίχλη και φάντασμα μαζί με τα φαντάσματα σε άγριες ερημιές,ονειρευότανε τοπία μαγικά κι ατέλειωτα ταξίδια,ποθώντας αδιάκοπα παράτολμες συμπαντικές σταυροφορίες..
Δε γνώρισε φροντίδα,ούτε απο μάνα και πατέρα,ούτε απο φίλο κι αδερφό,μόνος έπεφτε και μόνος σηκωνόταν,με δόντια που έτριζαν απο υπερηφάνεια μα κι απο άδικο στανιό.
Όλα τα νιάτα του τα πέρασε με ιδρώτα και δουλειά,με αφεντικά μηδενικά και μηχανές λιοντάρια,
πουθενά δε σταμάτησε,δε λύγισε στον παγετό,στο αίμα και στο βρώμικο ψωμί,πάντα μπροστά κι άλλοι πίσω,πρώτος στους δρόμους και τις διαδηλώσεις,πρώτος στο κέρασμα και τα περήφανα ζειμπέκικα,όλος ο κόσμος μοναχά ένας μικρός καημός του..
Κι έφυγε μακριά στην ξενιτιά,με πλοία και με τρένα,γυρνώντας χώρες που δε χώραγαν ποτέ τον αναστεναγμό του,χαμένος μες σε όνειρα τρελά,περήφανος και χιλιοπονεμένος,αργοναύτης με μαύρα γυαλιά που έφευγε σε αστρικά καλέσματα,έτσι όπως του 'χε γράψει μια καλόκαρδη ποιήτρια μα κι αυτή του την έκλεψε η μοίρα και ο χρόνος,δε πρόλαβαν οι λέξεις να γιατρέψουν τις πληγές,δεν άντεξε άλλο η καρδιά του κόσμου την ασχήμια..
Και περπατούσε μόνος στα στενά του Φράιμπουργκ,μια μελαγχολία με ανοιχτό πουκάμισο,
ξενύχτησε μες τα υπόγεια μπάρ,συντροφιά με τις ξανθές θεές του τίποτα,συναρπαστικές μαντόνες με φτηνά μεικάπ,όλες τις ερωτεύτηκε,καμιά δε πείραξε ποτέ κι ας τρέκλιζαν μπροστά στα πόδια του,ιππότης μέσα σε πουτάνες κι άγγελος ορκισμένος στα δωμάτια της Κόλασης.
Αγάπησε μονάχα μια μελαχρινή γυναίκα,με τσιγγάνικη ματιά,διαβόλου κατασκεύασμα,τη λάτρεψε,την έντυσε,την στόλισε,τίποτα δε του δωσε,όλα τα πήρε κι άλλα τόσα ζητούσε κι αυτός πίσω την άφησε μια μέρα που πια δε τη θυμάται κι αυτή όλα τα έχασε,τα νιάτα της και την θωριά της,τα ακριβά στολίδια της και την ζεστή αγκαλιά του..
Τον κέρασε η ξενιτιά το πιο πικρό φαρμάκι,αρρώστησε και ήταν μονάχος,πυρετοί και πόνοι αμετανόητοι,καμιά βοήθεια δε ζήτησε,σέρνοντας μπήκε στο νοσοκομείο,όρθιος και περήφανος βγήκε κι ανέβηκε στα πιο ψηλά βουνά,πριν να γιατρέψουν οι πληγές του,αετός με τα φτερά του ματωμένα,πώς να κοιτούσε χαμηλά αφού τα μάτια του ποθούσανε τ'αστέρια;
Κι ένα δειλινό φριχτό,με μοναξιά φαρμακερή και πόνους που γεννούσαν κι άλλο πόνο,μου είπε με φωνή τρεμάμενη μπροστά σε εκείνο τον καθρέπτη:
΄΄ Πέφτω..
Τα φώτα σβήνουν μέσα μου..
Παίρνω μαζί μου μια ζωή θλιμμένη και στίχους μεθυσμένους..
Πέφτω..παραδίδομαι στην πιο σκοτεινή αγκαλιά,αφήνομαι στο χάος..
Όχι απο μοίρα,ούτε απο αγάπες πλάνες,μα απο επιλογή..απο άσβεστη αγάπη για το Όλον..
Πέφτω..κι αφανίζομαι ηδονικά..΄΄
Νύχτες ατέλειωτες,σκυμμένοι πάνω στο τιμόνι,με τις νταλίκες στους δρόμους της Ευρώπης,πικρό κρασί,κώδικες κι ακατανόητα βιβλία,γεμάτος με παράπονο του τραγουδούσα μέχρι το πρωί:
΄΄Βάστα παλιόφιλε,κουράγιο,ο κόσμος κάποτε θα αλλάξει..΄΄
Λέγαμε πως θα δραπετεύσουμε μια νύχτα με ομίχλη,θα φύγουμε μακριά,πολύ μακριά,πέρα απ τις άγριες θάλασσες,πέρα απ την άκρη του γνωστού μας Κόσμου που πρόδωσε την κάθε μας ελπίδα..
Και πως θα γράφαμε βιβλία συναρπαστικά,με περιπέτειες τρελές στην Άγρια Δύση κι έρωτες μεθυσμένους στα στενά του Παρισιού,για ένα φεγγάρι που μας μάγεψε,μεσάνυχτα,σε μια ζεστή αγκαλιά,χαμένοι κάπου στο Δουβλίνο..
Μα η μοίρα δε τον άφησε ποτέ,τον γύρισε πίσω στην πιο αδίστακτη πατρίδα,με λύκους συγγενείς κι έναν ορίζοντα για πάντα ραγισμένο..
Κι έχασε το χαμόγελό του,σκοτείνιασε το βλέμμα,τί να τον βοηθούσε αφού όλα τα έδωσε στους άλλους,τίποτα δε κράτησε για αυτόν,φτωχός πια μα με πλούσια μάτια,χόρταινε τη θλίψη του με όνειρα λειψά και ζωγραφιές πάνω σε τρύπια ρούχα μισοτελειωμένες,σαν σκιά παγωμένη σε πίνακα του Νταλί,σαν φθινοπωρινή μελαγχολία στις όχθες του Ρήνου,μόνος,χωρίς λουλούδια και γιορτές..
Αυτός που αγάπησε τον Κόσμο,που είδε τις μακρινές τις χώρες,που έζησε χίλιες εποχές σε αμέτρητες Κολάσεις,βρεγμένος και ταπεινός αλλά και πρίγκηπας σε ακριβοπληρωμένα στέκια,ευγενής και γοητευτικός,μυστηριώδης,πάντα με ένα μικρό μαχαίρι στην τσέπη και ξόρκια μαγικά απο τις μάγισσες που είχαν ερωτευτεί τα μελαγχολικά του μάτια,αυτός που έγραψε στίχους συγκινητικούς κι εντυπωσίασε τα πλήθη,ο ίδιος άνθρωπος που ξάπλωσε πάνω στα μαύρα τα βουνά,με νυχτερίδες που κουρνιάζαν στα πλευρά του,ονειρευόμενος εξόριστες πατρίδες,φεγγάρια αλλόκοτα και ηλιοβασιλέματα μεθυστικά στην άλλη άκρη του σύμπαντος,αυτός που πίστεψε τα ιδανικά του Ονειροπόλου και διάβηκε με πάθος τα κρυφά τα μονοπάτια,μες τις σπηλιές της Πίνδου αναζητώντας τις νεράιδες και σε εξοχές ερημικές χορεύοντας με τα ξωτικά και σε ταξίδια μακρινά πλάι στο παράθυρο και μύρια όνειρα που ερχόταν απο μακριά μέσα στην νύχτα..
Ήταν αυτός απο τους χίλιους μου εαυτούς ο πιό καλόκαρδος,ο πιο πιστός,ο πολυπονεμένος και μες τις ώρες τις ατέλειωτες που η θλίψη τον στοιχειώνει ακόμα εγώ του τραγουδώ μπροστά σε εκείνο τον καθρέπτη:
΄΄Βάστα παλιόφιλε,κουράγιο...ο Κόσμος κάποτε θα αλλάξει...΄΄

3 σχόλια:

  1. Άνοιξε την πόρτα σου..
    ήρθε λίγη σκόνη Συμπαντικης αιωρησης...

    Ετσι γεννιουνται οι Ποιητες...
    Εσυ διάλεξες τη Μοιρα..
    Μην αποποιείσαι τις ευθυνες..
    Εσύ της απλωσες το χερι..
    αν και ήξερες...
    από την αρχή ήξερες το Τελος..
    Κι όμως βαδισες το δρόμο βήμα βήμα...
    Σανμία τεράστια Αιωνια μέρα... μία μέρα πρι το θανατο..

    Αδραξες το λίγο φως..
    ήπιες λίγες σταγόνες από εκει που δεν ήπιε κανεις..
    Βολεύτηκες στα απόκοσμα υπόγεια της θλίψης ...
    με δίχως τίποτε!...
    μονο κατι κίτρινα χαρτιά για να γραψεις...
    επιτελους να καταγραψεις την κραυγή που μενει στο Τελος..

    Θλιψη ετων ....
    ελεγεία..
    Τι χρώμα να είναι το κείμενο???...
    Θύμησέ μου η θλίψη ποια χρώματα αγαπησε???

    Καληνύχτας φιλια...
    με Υποκλίσεις...
    στο Απόλυτο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Βάστα γερά, μη δώσεις ικανοποίηση στους πολλούς πως ήσουν τόσο λίγος...μη κάνεις άλλες χάρες, μόνο αντάρα να κάνεις, εκεί θα τρελλαθούν.

    καλώς σε βρήκα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή