ΑΝΕΜΕΛΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 9.

Χάθηκε πάλι μακριά,σε άγνωστα κι απόκρυφα μέρη..

Οι δρόμοι απέραντοι και δαιδαλώδεις κατάπιναν την σκιά του.Οι μέρες περνούσαν αργά μα για τον μοναχικό περιηγητή ο χρόνος δεν είχε πια κανένα νόημα. Οι έναστρες ερημιές και τα φλογερα ηλιοβασιλέματα είχαν μαγέψει τον νου του,παντού εικόνες γεμάτες ομορφιά,αστείρευτη κι απερίγραπτη ομορφιά..

Στολισμένοι αγροί με πολύχρωμα αγριολούλουδα,φιδογυριστα ποταμια με κρυστάλλινα νερά,κήποι γεμάτοι πυξάρια με παράξενα σχέδια,μικρά σπιτάκια με άσπρες γριλες και παράθυρα με ανθισμένες γλάστρες,στενές γεφυρούλες που αντιστεκόταν περήφανα στη φθορά του χρόνου και πέρα μακριά,ο ορίζοντας,οι γαλανοί ουρανοί και τα ανέμελα σύννεφα,διάσπαρτα σαν κοπάδι στην πιο καθάρια εξοχη..

Ακόμα και η δυνατή βροχή δεν ήταν ικανή να σταματήσει την ξέφρενη ονειροπόληση του,ήταν παραδομένος σε ένα όργιο αισθήσεων και παραισθήσεων που είχε κυριεύσει ολότελα την σκέψη του. Τα τεραστια,απότομα βράχια ήταν γίγαντες πανάρχαιοι που μια βαριά κατάρα τους είχε πετρώσει για αιώνες,οι ερειπωμένες καλύβες με τα άκομψα μπαλώματα ήταν μυστικά κρησφύγετα αγριων κι ακατονόμαστων φυλων που κυκλοφορούσαν μονο τη νύχτα κι αν στεκόσουν ακίνητος απ έξω μπορούσες να ακούσεις τις ανάσες και τα δυσνόητα,εφιαλτικά μουρμουρητά τους,τα ψηλά καμπαναριά ήταν πύργοι μεσαιωνικοί και φρούρια που ακόμα ηχούσαν οι σάλπιγγες του πολεμου κι από μέσα ερχόταν ο θόρυβος των ασπίδων και των σπαθιών που κράδαιναν οι μεγαλύτεροι ήρωες,τα πυκνά δαση ήταν όλα μαγεμένα,γεμάτα νεράιδες,ξωτικά και μονόκερους και η κάθε εικόνα που έφερνε στο νου του έμοιαζε σαν μια μικρή ιστορία,παρμένη από ένα ασύλληπτο και θεότρελο παραμύθι..

Περνούσε από διαφορους τόπους και κάθε φορα γευόταν έκθαμβος την ατμόσφαιρα και την αυρα της κάθε περιοχής,ένας ονειροπόλος ταξιδευτής,λάτρης της ομορφιάς,του παράξενου και της περιπέτειας που το μοναδικό του σπίτι ήταν ο δρόμος,ο μακρύς κι απέραντος δρόμος που πάντα οδηγούσε σε έναν καινούριο,ποθητό ορίζοντα..

Το δίχως άλλο η μοναξιά τον είχε στοιχειώσει και υπήρχαν στιγμές που δεν ένιωθε απόλυτα ευτυχισμένος μα ακόμα και τότε η ομορφιά ήταν απλωμένη παντού ολόγυρα του με αμέτρητες μορφές.Μια φανταχτερή πεταλούδα που χόρευε από λουλούδι σε λουλούδι,ένας φράχτης πνιγμένος από παπαρούνες,λιβάδια καταπράσινα γεμάτα κοπάδια που από μακριά φαινόταν ακίνητα,σαν το βουκολικό τοπίο ενός πανέμορφου πινακα,με τα κλασσικά χαμηλά αγροτόσπιτα,τους πέτρινους μύλους κι από πίσω τα βοσκοτόπια και οι ανθισμένοι λόφοι.

Όταν ο άνεμος φυσούσε απαλά,τα καλαμια τραγουδούσαν,το χορτάρι κυμάτιζε σαν μια θάλασσα γεμάτη κιτρινοπράσινα κοράλλια,τα πεύκα και οι λευκες ψιθύριζαν αιώνια μυστικά,ιστορίες για φαύνους και μάγισσες με ξόρκια επικίνδυνα και ξέφρενους χορούς μέσα στα δαση,τα πουλια πετούσαν τριγύρω κελαηδώντας μελωδικά και το φως του ηλιου γλιστρούσε ανάμεσα από τα κλαδιά σχηματίζοντας περίεργες,φευγαλέες σκιες ,σαν κυνηγημένα φαντάσματα που τρύπωναν μέσα στις σάπιες κουφάλες των δέντρων η πίσω από πυκνούς,ακανόνιστους θάμνους.

Σαν έπεφτε η νύχτα,η ψυχή του αναρριγούσε κι ένιωθε πως και ο ίδιος έχανε την ανθρώπινη φύση του και μεταμορφωνόταν σε ένα παράξενο πλάσμα,με ματια αστραφτερά και γαλάζιο δέρμα pou μπορούσε να καταλάβει τη γλώσσα όλων των ζωων και πως κι αυτά τον υπάκουαν και τον ακολουθούσαν σε κάθε του βηματισμό.Ένιωθε σαν ξωτικό,χαμένο βαθιά μέσα στο δασος,στην καρδια ενός τρομερού μυστηρίου με ηδονές κι απολαύσεις απαγορευμένες για τους κοινούς θνητούς.

Σκαρφάλωνε πάνω στα δέντρα και πηδούσε από κλαδι σε κλαδι,έτρεχε γοργά σαν το τσακάλι μες τα σκοτεινά μονοπάτια,ατένιζε τη Σελήνη πάνω απ τις ψηλές κορφές και το ξημέρωμα τον έβρισκε κουλουριασμένο σαν το αγρίμι,στα μαυρα χώματα μιας ρεματιάς..

Άνοιγε κάποιες φορες τα κουρασμένα ματια του κι αντίκρυζε το φωτοστέφανο του ηλιου να ανατέλλει δειλά πίσω απ τα βουνά,τις γκρίζες πινελιές του τοπίου να ζωντανεύουν μέσα στις ηλιαχτίδες,τους ιριδισμούς πάνω στα βρεγμένα φύλλα και η καρδια του αγαλιαζε με όλους αυτούς τους θησαυρούς και του έδειχνε ξανά το δρόμο,για αλλα μέρη και νέες περιπέτειες,για ομορφιές μοναδικές κι αιθέριες απολαύσεις.

Ήξερε μέσα του βαθιά,πως μια μοίρα ακαθόριστη,μα αναγκαία τον περίμενε από χρονια και ήλπιζε πως πίσω απ το ηλιοβασίλεμα,πολύ μακριά από οπουδήποτε,ίσως να έβρισκε αυτή την λατρεμένη χωρα που οι άλλοι άνθρωποι ονόμαζαν πατρίδα..

1 σχόλιο:

  1. Πατρίδα το κείμενο Ταξιδιώτη....
    και παντα έρχεσαι με άδεια χέρια και φεύγεις με γεμάτες αποσκευές..

    Σε φιλω... κρατώντας στα χέρια τις συγκινήσεις μου..

    ΑπάντησηΔιαγραφή