HMEROLOGIO SOFITAS


Μονος....ξανά και ξανά.....

Εξόριστος,λησμονημένος απ την πλάση....με μια ψυχή αρχαία,ρημαγμένη.....

Ξέφτισε ο ήλιος.....ένας αγέρας γερασμένος,ίδιος,πάντα ίδιος....

Μέδουσα μοναξιά στο τρύπιο δέρμα αγκιστρωμένη,αιώνιο απολίθωμα θλίψης και σπαραγμού.......

Ήταν τότε,εκείνα τα αγρια εφηβικά χρονια,με ένα ξεφτισμένο τζιν κι ένα πουκάμισο ανοιχτό,οδηγούσα τη μηχανή με φώτα σβηστά και ταχύτητα περιπολίας,σε σκοτεινούς ερημικούς δρόμους,σαν ghost rider,μέσα στον κίνδυνο και τους λαβυρινθους της νύχτας.Η άσφαλτος γυάλιζε στο φως της πανσεληνου,το δροσερό αεράκι φύσαγε στο πρόσωπο μου,στα μαλλιά,στο γυμνό στήθος,το ούζο κόκα μέθαγε το μυαλό,ο ήχος της εξάτμισης τρόμαζε τους γρύλους,έβλεπα skies να σαλεύουν σε κάθε στροφή,ένας σκελετός με καμμένο δερμάτινο μπουφάν τρέκλιζε στη σέλα.......

Φτάνοντας στη μεγάλη κατηφόρα πριν από το σπίτι,έσβηνα τη μηχανή και πλησίαζα αθόρυβα να μην ξυπνήσω τον κουρασμένο πατέρα,άρπαζα μια μπουκάλα κρασί κι ανέβαινα στη σοφίτα,στο νυχτερινό μου καταφύγιο.Καθισμένος σε ένα κοφίνι κοιτούσα με το τηλεσκόπιο τον έναστρο ουρανό,ρύθμιζα προσεχτικά το σύστημα πλοήγησης κι έπειτα χανόμουν στο άπειρο,στην απεραντοσύνη των κόσμων.Andromeda,A Κενταύρου,Κύκνος,Πήγασος,ταξίδευαν τα ματια μου στους χάρτες του θεού.Άκουγα τις ανάσες των πλανητών,τους αναστεναγμούς των πάλσαρ,φτερουγίσματα από παχιές νυχτερίδες έξω απ τη σκεπη,η καρδια χτυπούσε δυνατά,χιλιάδες ματια αστροθεων με παρακολουθούσαν....

Είχα έναν σκορπιό,κλεισμένο σε γυάλινο δοχείο κι όταν σιγοσφύριζα μεθυσμένος παράλογους σκοπούς,αυτός κουνούσε την ουρα του ρυθμικά,το γαλάζιο απαλό φως της βαμμένης λάμπας αγκάλιαζε τον χώρο,σχημάτιζε skies παντού,skies που τρύπωναν μες τους φακούς μου,τις έβλεπα πάνω στην Αφροδίτη,στον Άρh,ήταν όμοιες,απαράλλαχτες,το πρόστυχο κρασί με ξεγελούσε......

Παρατηρούσα το φεγγάρι,άλλοτε ήταν ολόγιομο,άλλοτε μισό,κάποιες φορες σχιστό,σαν βλεφαρίδα άγνωστης πανέμορφης θεας.Δε μου φαινόταν τόσο μακριά,σκεφτόμουν πως αν ανέβαινα στην κορυφή του βουνού,όταν το φεγγάρι θα ξεπρόβαλε από πίσω,με ένα δυνατό σάλτο θα κατάφερνα να το προλάβω και να σκαρφαλώσω επάνω του,θα γαντζωνόμουν σφιχτά και θα ταξίδευα μαζί του στο στερέωμα.Θα κοιτούσα τη μικρή μου σοφίτα από ψηλά,τους πάντα απόντες φίλους μου να κουβεντιάζουν στο παγκάκι της πλατείας,τον Κυρ Γιάννη,τον μανάβη της γειτονιάς να χασμουριέται στο μπαλκόνι μισοκοιμισμένος,έναν γεωργό να σκαλίζει με το τρακτέρ του τα καλαμπόκια στον κάμπο,τις κοπέλες να χορεύουν γύρω απ τον πλάτανο στα πανηγύρια,έναν βοσκό να παραπατάει πιωμένος έξω από τη στάνη,τους λύκους να τρέχουν μέσα στα φαράγγια,τις νεράιδες να χορεύουν στα ποταμια.....

Θα πετούσα καβαλα στο φεγγάρι γυρνώντας όλο τον κόσμο,πάνω απ τα παραλια της Σικελίας εκεί που οι τροβαδούροι τραγουδούν διπλα στο κύμα,σε μια φτωχική γειτονιά της Μαδρίτης όπου ένας νεαρός Ισπανός κάνει καντάδα στην αγαπημένη του,θα χαιρετούσα τους γλάρους που ακολουθούν τα ψαράδικα στον Ατλαντικό,τον τυφλό φύλακα στον στοιχειωμένο φάρο που χτυπάει την καμπάνα μανιασμένα,θα κοιτούσα έναν γερο Ινδιάνο να φυσα την πίπα του,τυλιγμένος με δέρμα βίσwνα,χαμένος κάπου στα Βραχώδη Όρη,τα ερημικά xιονοσπιτα των Εσκιμώων που προσεύχονται στο V.Σέλας,διασχίζοντας τους πάγους καβαλα σε αρκούδες πολικές.....

Κι ίσως να φανέρωνα ένα μυστικό στο φεγγάρι,πως υπάρχουν κι αλλου φεγγάρια,μικρά,μεγάλα,δίδυμα,πολύχρωμα,σε αλλα ηλιακά συστήματα,γύρω από πανέμορφους πλανήτες και ίσως να δραπετεύαμε μαζί μακριά στο διάστημα,σε άλλους γαλαξίες,σε συμπαντικά ανεξερεύνητα μονοπάτια,αγναντεύοντας διάφανα νεφελώματα και ολόχρυσους κομήτες,γίγαντες ήλιους και υπέροχα εξωγήινα ηλιοβασιλέματα.Όταν θα γύριζα πίσω στον τόπο μου,θα πήδαγα προσεχτικά απ το φεγγάρι και θα κατέβαινα τρέχοντας το βουνό,θα τρύπωνα λέει συγκινημένος στη σοφίτα μου για να βυθιστώ στους χάρτες,να επινοήσω νέες διαδρομές για την αυριανή νύχτα,να χαράξω την πορεία μου με διαβήτες και μοιρογνωμόνια για τις αιθέριες ad astra περιπλανήσεις μου,να διηγηθώ στον σκορπιό όλα αυτά που αντίκρυσα,ποσο ωραία λαμπύριζαν οι φωτιές των Βεδουίνων στην έρημο,τους απίστευτους σχηματισμούς στην επιφάνεια του Διa,ποσο μελωδικά θρηνούσαν οι φώκιες τα χαμένα μωρά τους......

Μια ψεύτικη βραδια,ανέβηκα ψηλά στη σοφίτα,ξεκλείδωσα την πόρτα και μπαίνοντας είδα το γυάλινο δοχείο στο πάτωμα σπασμένο.Έψαξα τριγύρω να βρω που ήταν ο σκορπιός αλλα δεν υπήρχε ούτε ίχνος του....Ήμουν σίγουρος ότι δραπέτευσε.....Δεν άντεξε άλλο τα παραμιλητά μου.....

Μονος λοιπόν......ξανά και ξανά......

Ξετύλιγα τον χρόνο με κάτι ύποπτα φαντάσματα που γρύλιζαν σαν ύαινες,τρύπιες στιγμές,γεμάτες πυρετό.Άκουγα ψιθυρους αγγέλων που φιλοσοφούσαν μες τις σελίδες ενός βιβλίου σκονισμένου που δεν διάβασα ποτε,πως βρέθηκε εκεί μέσα;

Είχα ξεμείνει μονος,στεγνός,με διψασμένα άδεια μπουκάλια,μακριά από όλους,σιωπηλός....

Το φεγγάρι γελούσε ειρωνικά.....

Δεν τα κατάφερα.....

Δεν το πρόλαβα ποτε......

Εκείνες τις ατέλειωτες νύχτες,ψηλά,στη σοφίτα του Διαβόλου.......πέθανα ametrhtes fores.......

Ta paramilhta ths kardias mou pou psuxoragouse,den ta akouse pote kaneis.........

Pou na taksideuei arage o skorpios mou;

3 σχόλια:

  1. Πάντα με προβληματίζει η γραφή σου...

    Στέλνω την καληνύχτα μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ακολούθησε το παράδειγμα του σκορπιού σου.
    Σπάσε το μπουκάλι και δραπέτευσε από την σκοτεινή σοφίτα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αδελφέ είσαι φοβερός! Εύγε για τα γραπτά σου.

    Μήν ακούς κανένα, μονάχα την όμορφη καρδιά σου και ίσως εκεί ανακαλύψεις ότι και αυτός ο "κανένας" που δέν έπρεπε να ακούς ήταν εκεί μέσα κρυμμένος και όμορφος όπως πάντα και τότε θα τον ακούσουμε πάλι απο την αρχή με νέα ακοή...

    Συνέχισε έτσι και είς ανώτερα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή