SKIES KAI XWMA


Στις 17 Φεβρουαρίου 1600 M.X,μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα μια γυναικα έκλαιγε se ena mpalkoni στη Ρώμη κι ο ουρανός γέμιζε σύννεφα,κρύβοντας το θλιμμένο βλέμμα του θεού.Η Ιερά Εξέταση οδηγούσε τον Τζορντάνο Μπρούνο στο Campo dei Fiori,το Λιβάδι των Λουλουδιών της Ρώμης,τον έγδυσαν,τον φίμωσαν,τον έδεσαν σε ένα στυλο και τον έκαψαν ζωντανό.....Η γυναικα σταμάτησε κάποτε να κλαίει μα ο Μπρούνο δε γύρισε ποτε......
Είχε υποστηρίξει στο έργο του Περί του Απειρου Σύμπαντος και των Κόσμων ότι το σύμπαν είναι άπειρο,με άπειρους αστέρες και πλανήτες.Τα σημερινά τηλεσκόπια αποκαλύπτουν τρισεκατομμύρια γαλαξίες μονο στο ορατό σύμπαν και η θεωρία M,εξέλιξη της θεωρίας των Χορδών κάνει λόγο για άπειρα σύμπαντα που πλέουν μέσα στον ωκεανό ενός πολυσυμπαντος.Ο Μπρούνο δε γύρισε ποτε.....
Ο Γαλαξίας μας ταξιδεύει στο σύμπαν με την ταχύτητα των 1,5 εκατομμυρίων χιλιομετρων την ώρα,εσύ δεν αντιλαμβάνεσαι τίποτα!Περπατάς όμως στο δρόμο και σε χτυπα ένα αμάξι με την ταχύτητα των 60 χιλιομετρων ανά ώρα και πεθαίνεις......πεθαίνεις.......σταματούν όλα....οι στιγμές,οι ηδονές,τα φιλια,οι πόνοι,οι αγκαλιές,οι φόβοι,τα όνειρα,οι φίλοι,το ηλιοβασίλεμα,η βροχή,οι πεταλούδες,οι μεθυσμένοι χοροί,τα τραγούδια,τα γέλια του παιδιού σου,η ανεμελιά του καλοκαιριού,τα ξενύχτια,οι ερωτικοί αναστεναγμοί της γυναικας σου......η ζωή σου......Αυτή η εύθραστη,γυάλινη ζωή σου.....Χάνονται όλα.........
Σήμερα είσαι τρανός βασιλιάς κι αύριο γεμίζεις ένα ασθενοφόρο με αίμα,δικό σου αίμα,ξεψυχάς εκεί μέσα,μακριά από μεταξωτά σεντόνια,χρυσές κούπες,κρεμαστούς πολυελαίους και υπηρέτες,πάνω σε ένα φορείο,με gazes,σύριγγες και ηλεκτροσοκ και το βασίλειο σου.....μένει πίσω......μονο εσύ φεύγεις και δεν ξαναγυρνάς......
Κάποτε ένας ζητιάνος στάθηκε μπροστά μου στο δρόμο,με μια σκισμένη κάπα,μισοκαμμένα γάντια στα χερια κι ένα παράξενο κουρελιασμένο καπέλο στο κεφάλι και μου είπε ´´Σήμερα μυρίζει μπαρούτι´´!Δεν κατάλαβα τι εννοούσε και προχώρησα αδιάφορος χωρίς να δώσω σημασία.Το βραδυ έμαθα πως αυτοκτόνησε στην προκυμαία με ένα πιστόλι καθισμένος πάνω σε μια σαπισμένη βάρκα.Είπαν πως λεγόταν Μάρκος,κάποτε ήταν καπετάνιος αλλα εδώ και χρονια τριγυρνούσε στους δρόμους και ζούσε μονος χωρίς συγγενείς και φίλους.Είχε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο μα πάντα γυρνούσε πίσω όμως εκείνη τη μέρα στο λιμάνι έφυγε και ο Καπετάν Μάρκος δεν ξαναγύρισε ποτε............
Μια Αυγουστιάτικη νύχτα βρισκόμουν ψηλά σε ένα καμπαναριό,ποτισμένος με ζάλη μπαγιάτικου κρασιού,με ένα μαύρο πουκάμισο γεμάτο καλοκαιρινή φωτιά και πυρετό.Στεκόμουν πάνω στα κάγκελα,ο Χάρος παραφύλαγε μπροστά μου,η μαυρίλα του σύμπαντος με πλάκωνε,στοίχειωνε τη σκέψη μου.Άκουγα τους μακρινούς θορύβους να έρχονται από παντού,από κάθε γωνια,από κάθε αστέρι,από εκατομμύρια έτη φωτός μακριά,ορμούσαν κατά πάνω μου και τότε....άρχισε το τραγούδι.....ο άνεμος τραγουδούσε....... πάνω στο δέρμα,στον καυτό ιδρώτα μου ´´Όλα είναι μάταια.....περαστικά.....στιγμές.....στιγμές´´.Η νύχτα εκείνη δεν τελειωσε ποτε.......
Είχα λοιπόν στη ζωή μου δυο επιλογές,να ακολουθήσω τους κανόνες και τα πρέπει,τα δεδομένα και τη μόδα των καιρών και έτσι από μια απλή εύθραστη ύπαρξη ριγμένη στο πουθενά,να αποφύγω τον πάτο και το μηδέν και να μετατραπώ σε νούμερο.....το 1,το 59,το 3.658.756.000 αλήθεια αναρωτήθηκες ποτε εσύ ποιο νούμερο είσαι;Αντίθετα,εγώ προτίμησα να κατρακυλήσω κάτω από το μηδέν,σε εκείνο το υπέροχο -1,εκεί που βρισκόταν ο Θερβάντες όταν έγραφε στο κελί με μια ώρα φως κάθε μέρα το Don Κιχώτης παρέα με τα ποντίκια,εκεί που ο Μπωντλαίρ έγραφε πεινασμένος,παραμιλώντας υπό το φως του κεριού ´´Οπουδήποτε αρκεί να ναι μακριά από αυτόν τον κόσμο´´,εκεί που οι βάρδοι απάγγελναν στίχους στη πανσέληνο ακονίζοντας το μαχαίρι στις φλέβες,εκεί στην ερημιά που σπαρταρούσαν σφαγμένοι οι Ιππότες στην αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου,με τις ψυχές τους να γλιστρούν μες απ τις τρύπιες πανοπλίες,εκεί,σε δορυφόρους δίχως φως,μακριά απ τη Γη όπου οι ξεχασμένοι αστροναύτες ψιθυρίζουν στο σκοτάδι τις παιδικές τους αναμνήσεις κι ονειρεύονται πως δραπετεύουν με κομήτες μακριά στο Άπειρο που τα διαστημόπλοια τους δε μπορούν να φτάσουν,εκεί όπου οι μάγισσες ξαπλώνουν με στοιχεια μες σε βαθιές σπηλιές,ψιθυρίζοντας αιώνια μυστικά στο αυτi μιας πανάρχαιας νυχτερίδας......
Θέλησα απλώς να συλλέξω στιγμές,γεμάτες πυρετό,ηδονές,φαντασία,έμπνευση,μοναξιά,παραισθήσεις,παραληρήματα,σκόρπιες σκέψεις αποτυπωμένες πάνω σε σκονισμένα ημερολόγια,κιτρινισμένους χάρτες,σε σελίδες με ποιήματα που σέρνονται στα χαντάκια,ψιθυρους από αγγέλους,skies,οπτασίες,εικόνες συγκινητικές γεμάτες με μπίλιες πολύχρωμες που κυλούν στο προαύλιο του σχολειου,με σύννεφα καβαλάρηδες πάνω απ τις κορφές των βουνών,με κολιέδες ξωτικών αφημένους πάνω σε κρίνους,με τρένα φαντάσματα που σφυρίζουν στον ραγισμένο ορίζοντα,να γεμίσω το σακούλι μου με όλα αυτά,το σακούλι της ψυχής μου κι όταν έρθει η ώρα να τελειώσω,να μην έχω βασίλειο,παλάτια και φανταχτερά ρούχα,μονο το σακούλι μου που δε θα μείνει πίσω,θα φύγει μαζί μου και δε θα ksanagurisoume pote!
O anemos tragouda tis nuxtes to prwto tragoudi tou Kosmou,panw sta keramidia,sta kastra,eksw apo to parathuro,mesa sta rouxa sou,sta pagkakia,sthn eksoxh,stis xaradres,sta pania twn istioforwn ston wkeano ´´Mataia......ola einai mataia.......stigmes.......stigmes.......´´
Eimaste skies kai xwma.......De me endiaferei an sumfwneis........
Tha fugw kai tha fugeis ki esu.......Oloi tha fugoume......
Apopse,koita to feggari sou.......ston diko sou ourano..........
To diko mou drapeteuse............Vlepeis o dikos mou ouranos aimoragouse..........
To pnige.........
Skies kai xwma aderfe..........

DE THELW NA ME VREIS EKEI!


Τα ματια μου δεν είναι δρόμοι,είναι αδιέξοδα,λαβύρινθοι,στροφές με καρμανιόλες,θα μπεις και θα χαθείς......Μείνε εκεί,μπροστά στη φωτιά,με τα ρούχα σου στο πάτωμα,να ακούς την κιθάρα να αφηγείται τη σιωπή,να κοιτάς τα αστερια μες απ την τρυπα στο ταβάνι σου....Δε θα χαϊδέψω ποτε το πρόσωπο σου!Δε θα αγγίξω ποτε τα χερια σου!Είμαι χαμένος για πάντα,στοιχειωμένος,στην άλλη πλευρά του καθρέπτη,μας χωρίζει το κρύο γυαλί,το αυθραστο!Φτιάχνω μικρά χάρτινα καραβάκια,σε μια λιμνούλα στη ταράτσα,να μαστέ εγώ κι εσύ σε ένα ταξίδι ονειρεμένο μα πάντα έρχεται βροχή κι έτσι μουσκεύει το χαρτί,βυθίζονται λιωμένα τα καραβια.Μείνε εκεί με τα περιστέρια και τις πεταλούδες,εγώ ξαπλώνω με skies και νυχτερίδες,μέσα σε σπήλαια θανάτου,σε mellothanatwn κελιά με πυρετό και δαίμονες που ουρλιάζουν.....Δε θέλω να με βρείς εκεί.....φύγε.....τρέξε μακριά......στο φάρο καταφύγιο σου,να κοιτάς τα χελιδόνια σε έναν πορφυρό ουρανό,πέρα απ τα τεχνητά φώτα,να φωνάζεις σε έναν theo αδιάφορο τον πόνο σου πλένοντας τις πληγές σου,να τραγουδάς σαν άγγελος τη μοναξιά σε πάλσαρ και γοργόνες.....Εγώ....εγώ γρυλίζω.....Όταν θα κείτομαι στο σπασμένο πεζοδρόμιο,με όπλα άδεια και δυο σφαίρες βαθιά στην ξεσκισμένη μου καρδια,με τους προδότες να γελούν και το Χάρο απέναντι να με κοίτα,θέλω να sai πάνω σε βελούδινα σεντόνια μαζί με την κόρη σου και τις κούκλες,με τα παράθυρα ανοιχτά κι η ζωή να μη σε τρομάζει.Να της φτιάχνεις πλεξούδες στα μαλλιά κι αυτή να σου δείχνει περαστικούς χρυσούς κομήτες στον ορίζοντα,να χωρέσεις επιτέλους στην σκιά σου,φτιάχνοντας τείχη απ τα ερείπια για τα αγουρa όνειρα και τις εύθραστες στιγμές της μικρής σου.Σου υπόσχομαι πως δε θα φοβηθώ το αίμα που θα μουσκεύει το μαύρο μου πουκάμισο,ξέρεις....πάντα ματωμένο ήταν.....μοναχα θα κοιτάξω ψηλά στον ψεύτικο ουρανό,θα χαμηλώσω τα ματια και θα ψιθυρίσω....επιτέλους.....Κόλαση!!!Δε μπορέσαμε ποτε να κοιμηθούμε τα βραδυa.....Τότε όμως εγώ....θα κοιμηθώ αιώνια......Δε θέλω να με βρείς εκεί!Στον καθρέπτη ερωτα μου......να με βλέπεις παγωμένο.....και να με θυμάσαι.......

TO MANIFESTO TWN ONEIROPOLWN


Βάλθηκα να συγκεντρώσω όλες τις σκόρπιες σκέψεις μου,αυτές που ναι γραμμένες πάνω σε χαρτάκια ξεχασμένα στις τσέπες φθαρμένων παντελονιών,παρατημένα ανάμεσα σε λεβιέδες ταχυτήτων,γαντζωμένα πάνω στις χορδές μιας σκουριασμένης κιθάρας,στον ραγισμένο καθρέπτη,καρφωμένα σε μισοζωγραφισμενα κάδρα,να τις τακτοποιήσω πάνω στο τετράδιο,όμορφα,συνθέτοντας τα κομμάτια των παραμιλητών μου.Αποφάσισα λοιπόν να γράψω για τον άνθρωπο,αυτό το τραγικό on που βρέθηκε σε έναν κόσμο σκληρό,μοναχικό,στη μαύρη σιδερένια φυλακή,δέσμιος να γεννιέται και να πεθαίνει αντιμαχόμενος διαρκώς το σύμπαν.Είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στη μάχη αυτή!Κεντάμε ξανά και ξανά τις ελπίδες μας μα η μοίρα μας ντύνει στα maura χωρίς δικαίωμα επιλογής,αμετανόητη κερνάει θλίψη και θάνατο,μας βαφτίζει θνητούς και μένει μονο ένα φεγγάρι στον νυχτερινό ορίζοντα να στέκει αιώνια,μαρτυρας των μαρτυριών μας,να χειροκροτά τους αυτόχειρες όταν τους κόβει το μαχαίρι!Έχουμε όμως όνειρα,αυτά τα υπέροχα σινεμά στο κεφάλι μας.Όλοι βλέπουν όνειρα,ακόμη κι άνθρωποι που γεννιούνται τυφλοί!Εκεί εναποθέτουμε τις ελπίδες μας,από εκεί αντλούμε φιλοδοξίες,στόχους ζωής,υπερβάσεις του εαυτού μας.Υπάρχουν άνθρωποι που ξενυχτούν σε σκιερές αυλές,ατενίζοντας την πανσέληνο στη παγωνιά,σκυφτοί μες σε παραλογες σοφίτες,συντροφια με ένα κερί κι ένα κιτρινισμένο ημερολόγιο.Είμαστε οι ονειροπόλοι!Κάποιοι μας ονομάζουν ονειροπαρμένους,δε μας πειράζει,γιατί όχι;είμαστε αυτοί που τους πήρε το όνειρο,που ταξιδεύουν στη Χωρα του Ποτε και των Θαυμάτων,ξεφεύγουμε από τον πόνο και τους λυγμούς της θνητής ύπαρξης μας.Είμαστε εκείνα τα μικρά σκουληκάκια που ταξιδεύουν μες ένα γαλάζιο μήλο και κάποιες φορες σκάβοντας βγαίνουμε από μια τρυπα στην επιφάνεια του και κοιτάμε με δέος την Αυλή,τα πολύχρωμα λουλούδια,τα υπόλοιπα μήλα διπλα από εμάς,τις σταγόνες της βροχής πάνω στο γρασίδι.Κι όταν γυρνάμε πίσω στο μικρό μας τούνελ συζητάμε με αλλα σκουληκάκια αυτά που είδαμε,τους μεταδίδουμε τη συγκίνηση,τις υπέροχες εικόνες και συνεπώς τα όνειρα που πλάθουμε μέσα από αυτές!Ναι.....αυτό είμαστε.....μικρά σκουληκάκια.....Όμως υπάρχουν κι αλλα μήλα στην Αυλή κι αλλα δέντρα πιο πέρα και εμείς τα είδαμε!Ίσως εκεί να ζουν σκουληκάκια ίδια η και εντελώς διαφορετικά από εμάς και αυτό γεννα από μονο του τον πόθο της εξερεύνησης του Αγνωστου,την επέκταση των γνώσεων και των ιδεών μας και σαφώς την προ-έκταση των ονείρων.Τι ωραία να καβαλούσαμε μια νύχτα έναν περαστικό κομήτη,να ταξιδεύαμε σε αμέτρητα αστερια,να πλαγιάζαμε πάνω στα νεφελώματα του Μαγγελάνου με τα μαλλιά γεμάτα αστρόσκονη και τα πάλσαρ να μας νανουρίζουν τραγουδώντας.....Τα όνειρα μας οδηγούν αλλου.....Σε σάπια πλοία πειρατικά της θάλασσας των Σαργασσών με ένα τρύπιο φλασκί γεμάτο αλμυρα,σε κλειστοφοβικά υποβρύχια του Κάπτεν Nemo με μια χαλασμένη πυξίδα να κυνηγούμε τεραστια χταπόδια,σε βαθιές σπηλιές τυφλοί ερημίτες να γεωμετρούμε το Άγνωστο,σε κάμπους και χωρια περιπλανώμενοι προφήτες να ξιφομαχούμε φορώντας χάρτινες πανοπλίες με Μαροκινούς ληστές και προδότες Σταυροφόρους,σε παρανοϊκά καρναβάλια βασιλιάδες των αθλιων και των γελοίων να χοροπηδούμε γύρω απ τη φωτιά,σε μοναχικούς πλανήτες πρίγκηπες μικροί να madame μαργαρίτες,σε Ανταρκτικές αποστολές χαμένοι εξερευνητές να τρώμε χιόνι,σε παιδικές χαρες ιδρωμένα πιτσιρίκια να ματώνουμε τα γόνατα παίζοντας μήλα,σε dash πυκνά βάρδοι μυστικιστές να συνομιλούμε με τα αηδόνια στη μυστική γλώσσα των πουλιών έχοντας τις μαγικές μας μπότες βρεγμένες απ την πάχνη......Πριν πολλά χρονια ο Αντρέ Μπρετόν,καθισμένος μες ένα υπόγειο,ανάμεσα σε ημίγυμνες πόρνες και καταζητούμενους επαναστάτες,σε μεθυσμένους ποιητές και νυσταγμένους αριστοκράτες έγραφε στη φωτιά το Manifesto του Σουρrεαλισμού,την τέχνη της ονειροπόλησης,τη σύνδεση της φαντασίας με την συνηθισμένη πραγματικότητα μετατρέποντας την σε μια absolute reality,a surreality!Προσωπικά θεωρώ την τέχνη του Σουρrεαλισμού το μοναδικό αντίδοτο εναντια στην ανία,τη ματαιότητα και τη θλίψη της ζωής μας!Χωρίς όνειρα δεν υπάρχουμε.......Οι άνθρωποι που ονειρεύονται συνεχώς είναι αυτοί που αλλάζουν την πραγματικότητα,την προεκτείνουν....Εγώ κι εσύ,εμείς,η μυστική αδελφότητα των ονειροπόλων,πλάθουμε την ελπίδα μέσα στον πόνο,οδηγούμε τις ψυχές μας μακριά απ το σκοτάδι!Υπάρχει ένα βασίλειο.....σε κάθε καρδια.....το Βασίλειο της Καρδιας!Ο μαγικός τόπος όλων των πόθων,των ηδονών και των ευτυχιών,μας καλεί κοντά του και πρέπει όλοι να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα,να γίνουμε άνθρωποι καρδιακοί,με ελπίδες ζωγραφισμένες στα ματια,ευγενικοί,πολίτες του κόσμου,κοσμοπολίτες!Και γιατί όχι ακόμα κάτι ανώτερο!Τα όνειρα δεν έχουν σύνορα!Να μεταμορφωθούμε σε Υπερανθρώπους,λουσμένοι με φως και αγάπη αγγίζοντας τη φλόγα της καρδιας μας,να μοιάσουμε στον Δημιουργό,τον Αρχιτέκτονα του σύμπαντος!Ίσως κάποτε,μια μοναδική εποχή,εκπληρώνοντας τα όνειρα μας,να καταφέρουμε να ταξιδέψουμε στο Άπειρο,ακολουθώντας τα μονοπάτια του και μπορεί να τον συναντήσουμε,εκεί,στο χαμηλό σπιτάκι,με τη γεμάτη λουλούδια αυλή,kathismeno se mia veloudinh poluthrona,anamesa stous xartes,tis klepsudres kai ta sxedia tou,me ton kafe zesto na axnizei sth xrush koupa kai ston poluxrwmo kamva tou na zwgrafizei tous kosmous kai ta musthria..........O Plwtinos grafei ´´oloi tha kanoume mia monaxikh pthsh pros thn aperanth monaksia alla uparxei mia patrida gia emas,apo thn opoia hrthame kai o Pateras mas einai ekei kai mas perimenei.......´´Kalo mas taksidi loipon!Se olous!20/02/09

SHMEIWSEIS ENOS TRELOY SE TELEIWMENO TETRADIO


Κάποτε τρέχαμε μοναχοι στην αλάνα,με σηκωμένα παντελόνια και πικραμύγδαλα στις τσέπες,φανταστικοί ιππότες με άτια φτερωτά.Τσαλακωμένος ουρανός μες της ζωής τα πλανα καλοκαιρια,αλλάζουν βάρδια οι αστυνόμοι,διαβάτες παραβάτες.

Νύχτες χωρίς συντεταγμένη,πυξίδα χαλασμένη,καπεταναίοι ναυαγοί,χαμένοι στην οργή του Aιόλου.Λευκα μαντήλια ανεμίζουν,πάνω σε τρένα που σφυρίζουν,ψυχές ξενιτεμένες,κλαμένα μετερίζια.

Skies οι πόρνες στα σοκάκια,στέκουν στο τοίχο με τα πόδια ανοιχτά,φιλί πληρώνεις και θαμπώνεις,γυναικα ηδονή,στο σπίτι παναγια.Μαύρη κορνίζα και ξέρo ψωμί,σε φυλακής δωμάτιο,τα di ευχών ακούς των μελλοθανάτων,μοναχοι θα βαδίσουν στου χάρου τα χωράφια,πόδια γυμνά σε πεινασμένες νάρκες.

Έρχονται ναύτες σικελοί,πειρατικό ασκέρι,η πύλη είναι ανοιχτή,δίχως μπαρούτι τα κανόνια.Φορώ καπέλο μαύρο από φτερά κίσσας φτιαγμένο,βαστάω το σπαθί μου γυαλισμένο,τραγούδι του ανέμου,ψηλά στη πολεμίστρα,μαύρη γοργόνα σκαλιστή σε σαπισμένη πλώρη.Κλεψύδρα έχω μαγική,η άμμος δε τελειώνει,στα χείλη λόγια του κρασιού,ζάλη και παραζάλη,δεμένη με βαριά δεσμά,πονάς ψυχή μου πάλι!!!!!!!!!!

PARAKSENES SYNHTHEIES


Είμαι ένας πολύ παράξενος άνθρωπος,με πολύ παράξενες συνήθειες και ζω σε έναν παρα πολύ παράξενο κόσμο!.....Έχω 4 κλουβιά με καρδερίνες,1 κουκουβάγια και πέντε παπαγάλους!Όταν κελαηδούν οι 4 κυριες σκούζουν οι τρελοπαπαγαλοι,όταν αρχίζουν να τρεκλίζουν σα μεθύστακες οι 5,τραγουδούν και λικνίζονται οι ερωτοκαρδερινες,η κουκουβάγια....... panta......αμίλητη...........Μου αρέσει να κοιτώ από κλειδαρότρυπες τους άλλους κόσμους πίσω από την πόρτα,γιατί υπάρχει άραγε πάντα μια πόρτα και πάντα ένα κλειδί,τι τα θέλω τόσα κλειδιά;..........Έχω έναν φανταστικό φίλο στη Τζαμαiκα,τον Tsaxmapatra,προχθές μου στείλε γράμμα πως ένας καρχαρίας του σκίσε τα δίχτυα,χαλώντας την ψαρια αλλα πρόλαβε και τον καμάκωσε στην ουρα,είναι πολύ γενναίος ο φίλος μου ο Tsaxmapatra!..........Μου αρέσει να βγαίνω έξω όταν χιονίζει,νοιώθω πως βρίσκομαι μέσα σε αυτά τα μπιμπελό,τις στρογγυλές σφαίρες που τις κουνάς και έπειτα βλέπεις μέσα ένα σπιτάκι,μια εξοχη να σκεπάζεται απαλά με χιόνι.....ποιος κουνάει τη δικη μου σφαίρα;στο δικό μου σπιτάκι;στη δικια μου εξοχή;.............Κάποτε έγραψα τα μυστικά μου σε ένα γράμμα που το ταχυδρόμησα χωρίς όνομα σε έναν τυχαίο παραλήπτη,ξέρει τα πάντα για μένα αλλα δε ξέρει ποιος είμαι.......Σε κάποιο βουνό έσκαψα βαθιά και έκρυψα ένα σεντούκι,μέσα στο οποιο έγραψα λεπτομερώς τα στοιχεια μου,τη μέχρι τότε ζωή μου,τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής,άφησα εκτενή οικοδομικά σχέδια και χάρτες της πόλης και της χώρας μου,νομίσματα και φωτογραφίες,έναν αναπτήρα,ένα μπουκάλι κρασί,τη βίβλο,ένα παπούτσι και μια φυσαρμόνικα.Αν στο μακρινό μέλλον κάποιος το ξεθάψει θα είναι η πληρέστερη και μια σημαντικότατη αρχαιολογική ανακάλυψη!..........Μου αρέσουν τα καπέλα,αυτά που μοιάζουν με ιπταμενους δίσκους κι όταν τα πετάς στον αέρα στριφογυρίζουν σαν ufo,ίσως κάποτε πετάξω ένα ψηλά και δε θα γυρίσει πίσω,θα το ρουφήξει μια εξωδιαστατικη πύλη και θα προσγειωθεί σε μια παραλια,όπου θα το βρει σε ένα πρωινό περίπατο ο παραλλhλoς μου εαυτός!.............Κάποτε χαιρέτησα έναν ερωδιό.....Μου αρέσουν τα λουλούδια αλλα και οι πεταλούδες γιατί είναι πεταλούδια,πεταχτά λουλούδια!...........μου αρέσει να απαγγέλλω ποιήματα στο φεγγάρι και να φωνάζω στη πανσέληνο "ΔΕ ΘΑ ΠΑΡΑΔΟΘΩ ΠΟΤΕ!!!!!!!"............Μέσα σε ένα μπουκάλι έγραψα "ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΣΕ ΑΓΑΠΩ" και το πέταξα μες τη Μεσόγειο σε ένα ταξίδι προς τη Κύπρο........Κάποτε κουβάλησα μια σπασμένη καρεκλα σε υψόμετρο 1800 μέτρων και έβγαλα μια φωτογραφία με τον εαυτό μου καθιστό δίνοντας της για τίτλο "ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΓΙΑ ΚΑΦΕ ΣΤΙΣ ΣΤΕΓΕΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ" και την έστειλα σε μια λογική κυρια που μου είχε πει πως είμαι τρελός για δέσιμο γιατί δεν πήγα για καφέ μαζί της αλλα προτίμησα να ανεβώ στη Πίνδο!............Μου αρέσει να ανακρίνω τα σκαλοπάτια να μου πουν όλους αυτούς που πάτησαν πάνω τους αλλα και αυτούς που προσγειώθηκαν πάνω τους.....Μου αρέσει να χορεύω με τις skies,ακούγοντας τον σπαραχτικό ήχο δαιμονικών βιολιών και τους συριγμούς,τις σφυριχτές φωνές των ξωτικών......Μου αρέσει να κοιτώ τις νύχτες με το τηλεσκόπιο μου την Andromeda,τις Pleiades,να φαντάζομαι πως μπορώ να πετάξω μακριά στο σύμπαν,να γεμίσουν τα ματια μου νεφελώματα,να χαϊδέψουν τα χερια μου τους γαλαξίες.....Θα θελα να είμαι κυνηγός ανεμοστρόβιλων στο Kansas City,να τρέχω μέσα στους σιτοβολώνες,κυνηγός κυνηγημένος.....να πιω κρασί μέσα σε κέρας,στα σχιστά φαράγγια της Σκανδιναβίας,τσουγκρίζοντας με το theo Οντiν και τους πολεμιστές του στα κάστρα της Βαλχάλα.....Να φύγω στην άλλη άκρη της γης,στη χωρα των Aμποριτζινων,να βλέπω υπέροχα ηλιοβασιλέματα καθιστός πάνω στα βράχια,στις απέραντες ερημικές εκτάσεις εκεί όπου τα καγκουρό φανερώνονται μες από τη σκόνη σαν φαντάσματα,κυνηγώντας τον άνεμο!!!!......Θέλω να δω μια εκκλησια δίχως σταυρο,χωρίς εικόνες και κεριά,χωρίς το δίσκο για τους φτωχούς,χωρίς παπάδες και ευαγγελια,μονο πιστούς,με αληθινά δάκρυα στα ματια,μικρά παιδιά να προσεύχονται σιωπηλά.........Χτες στο όνειρο μου είδα μια αφρικανική ζούγκλα,λιοντάρια,ελέφαντες και αντιλόπες,χαμένους εξερευνητές,κυνηγούς κεφαλών με στριφογυριστές πίπες,Πυγμαίους και Ζουλού,έναν πάνθηρα αποσβολωμένο,να κοίτα τη πανσέληνο με δόντια ματωμένα,ένα γαλάζιο εξωτικό πουλί σε έναν καταρράκτη και έμεινα τρεμάμενος,με χείλη σφιχτά να σπαράζω πάνω στο κρεββάτι,ΑΔΥΝΑΜΟΣ ΕΓΩ...ΜΙΚΡΟΥΛΗΣ.....ΝΑ ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ...................

TA XRONIKA THS ERHMOY


Έδεσα το σάκο με τις κονσέρβες και το ουίσκι στη μαύρη ξεφτισμένη σέλα.Ανέβηκα στο άλογο και ξεκινήσαμε,ο σκύλος μου ο Αμέθυστος μας ακολούθησε.Αφήσαμε πίσω το Colorado City και κατευθυνθήκαμε προς τη Mesquite,η ζεστη ήταν αφόρητη,κολλούσε η σκόνη στο πρόσωπο και τα ματια,ο δρόμος κακοτράχαλος πλήγωνε το Σύννεφο,το καφετί μου καπέλο δεν έφτανε να κρατήσει ίσκιο,γύπες πετούσαν από πάνω μας.Αργά το μεσημέρι περάσαμε τη πόλη και πήραμε το μονοπάτι των ινδιάνων Χόπι ανεβαίνοντας για το ορος Trumbull,διαβήκαμε φιδίσια στενά μέσα στα βράχια,οι πέτρες κυλούσαν στις βαθιές χαράδρες,το Σύννεφο πατούσε σταθερά,ο Αμέθυστος ξετρύπωνε σαύρες κάτω από τα αγκάθια.Ο ήλιος έdυσε πίσω από τα βουνά,συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε με το λιγοστό φως της Σελήνης που έλαμπε ψηλά,τα τσακάλια μας ακολουθούσαν γρυλίζοντας,έβλεπα skies να σαλεύουν πίσω από τους κάκτους,ο Αμέθυστος ανήσυχος χωνότανε στα πόδια του αλόγου.Φτάσαμε έπειτα από ώρα σε ένα άνοιγμα και μπροστά μου αντίκρυσα σκοτεινό το Grand Canyon,ήταν επιβλητικό,τεράστιο,μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι υπήρχε μονο το βαθύ χάσμα.Κατέβηκα από το άλογο κι άναψα μια φωτιά με αγριόχορτα,άνοιξα μια κονσέρβα για τον Αμέθυστο και έριξα λίγες ξερες φλούδες πατάτας στο Σύννεφο.Ξάπλωσα πάνω στο βράχο δίχως κουβέρτα,με το καπέλο μου για μαξιλάρι,έβγαλα απ το γιλέκο ένα κομμάτι hardtack και το μούσκεψα με νερό για να το μασήσω.Τα αστερια χάραζαν τις τροχιές τους στον ουρανό,το αλκοόλ έκαιγε τον λάρυγγα μου,άκουγα τα τύμπανα των ινδιάνων μακριά και έφτυνα λίγο ουίσκι στη φωτιά για να φουντώσει,το μυαλό κουρασμένο ζαλίστηκε,ένας κροταλίας πλησίασε και στάθηκε διπλα απ τις φλόγες.Όλη τη νύχτα μιλούσα με τον σκύλο μου,του είπα για τα ταξίδια που χα κάνει με ένα ιστιοφόρο στη Βραζιλία και το Περού,στο Μαρόκο και στο Cabes,στις ακτές της Γροιλανδίας και στο Kuro Siwo,όλα μέσα σε μια λεκάνη γεμάτη κοχύλια και βρώμικο νερό.Του διηγήθηκα ιστορίες για μάχες ηρωικές με δράκους και θηρία,προδότες πειρατές και κλεφτες αμαξών,Κινέζους πολέμαρχους και Κύκλωπες,όλες μέσα στο στοιχειωμένο δασος που τρύπωνα μικρός,με το ακονισμένο ξύλινο σπαθί μου και τα πόδια γεμάτα πληγές απ τις τσουκνίδες.Μεθυσμένος παραμιλούσα στην ερημιά,χαμένος κοιτούσα τις σπίθες κατακόκκινες να χορεύουν απαλά,σημάδευα και πυροβολούσα το fegggari,τα σκουριασμένα εξάσφαιρα γεμάτα άμμο,η μπότα μου με στένευε γιατί είχα μέσα της κρυμμένο έναν χρυσό σουγιά,τον αγόρασα από έναν παλιατζή τυφλό στο Lake City,για δυο πούρα και ένα φτερό αετού.Έπαιζα με μια φάλτσα φυσαρμόνικα ένα μπλούζ του Francis Brown και σιγοτραγουδούσα ´´Stranger you know i would like to be your friend but i have not the time to stay,i know this is not the life for me,i wish a little runaway,a run run run runaway´´,ο σκύλος μου χοροπήδαγε γύρω απ τη φωτιά και δάγκωνε σκόρπιους κάτω απ τις πέτρες,ο άνεμος έφερνε ψιθυρους απ τα φαντάσματα των χρυσοθήρων που σάπισαν μέσα στα ορυχεία,κέρναγα τον κροταλία ουίσκι στην υγιεία του Μεγάλου Αρχηγού των Ναβάχο Tamahay,20 pesos στην τσέπη και αυτά κουρελιασμένα,άφησα όλα μου τα λεφτά στο Rainy Day Saloon,σε μια πόρνη μεξικάνα απ το Machado.Ανέβηκα ψηλά στα βράχια και ατένισα τον ουρανό,στην άκρη της αυγής είδα το μεγάλο αρχαίο πνεύμα Kogiot,κοίταζε τους κόσμους να στριφογυρνούν μες τη μαυρίλα της νύχτας,όλα τα έχει δει,όλα τα ξέρει,έβγαλε μια μακρόσυρτη κραυγή κι έπειτα περπάτησε απαλά πάνω στο στερέωμα και χάθηκε πίσω απ τις κορφές.Άρχισε να ξημερώνει,οι ακτίνες του ηλιου ξεχύθηκαν στο φαράγγι,οι skies χώθηκαν μες τις σπηλιές,όλα χρωματίστηκαν με ένα υπέροχο ροζ,το θέαμα ήταν πανέμορφο,ένα δάκρυ κύλησε στα ανεμοδαρμένα μαγουλα,παραδομένος στην ένταση της στιγμής σήκωσα ασυναίσθητα το πιστόλι και πυροβόλησα βαθιά μέσα στο χάσμα,η ηχώ από τον κρότο ταξίδεψε ολόγυρα σαν βροντή,διέσχισε τις χαράδρες και χάθηκε στον ορίζοντα.Ο σκύλος μου τρόμαξε και άρχισε να γαυγίζει,γύρισα πίσω βιαστικά,φόρτωσα τα πράγματα στο Σύννεφο κι έσβησα τα τελευταία κάρβουνα της φωτιάς.Πρέπει να ξεκινήσουμε,έχουμε δρόμο πολύ,θα κατεβουμε το βουνό από το επικίνδυνο μονοπάτι των Xoualapai γεμάτο ληστές και πολεμοχαρείς ινδιάνους,μας μείναν μονο 5 σφαίρες,πρέπει πάση θυσία να φτάσουμε στο Truxton,στο ράντσο του φίλου μου Jay ´´Tonto´´ Silverheels ,να χαιρετήσω τη γλυκιά Ruby Mae,θα μας φτιάξει τηγανiτeς και τα υπέροχα quesadilla με το καυτό τσίλι και ο γερο Jay θα με κεράsει pico de gallo,mono autos to ftiaxnei etsi,έπειτα θα τραβήξουμε νότια περνώντας έξω από την πόλη φάντασμα Valentine,θα ξεχειμωνιάσουμε στο δασος του Prescott,στην καλύβα του κυνηγού Kermit Maynard,τρώγοντας βραστό κρέας αρκούδας και ψημένο λίπος κάστορα που αρέσει στον Αμέθυστο.Tην άνοιξη θα φύγουμε για τo Tucson,να συναντήσω τον Αρχηγό Tecumseh,θα του δώσω τον χρυσό σουγιά για 2 κάσες ουίσκι,μέχρι εκεί φτάσανε οι λαθρέμποροι του Finix,θα κυνηγήσουμε βίσwνες στh Green Valley κι έπειτα θα κατευθυνθούμε για το El Paso και τον ποταμό Rio Grande,να σκάψω στις όχθες του για χρυσαφι κι αν θα μαστέ τυχεροί θα αγοράσω μια καινούρια σέλα και γερά πέταλα για το Σύννεφο.Thα κάνουμε τη μεγάλη βόλτα στην Αγρια Δύση,μονοι μέσα στη νύχτα,θα διασχίσουμε την έρημο βαδίζοντας κάτω απ τα αστερια,ο σκύλος μου θα κυνηγά τους αρουραίους κι εγώ θα φυσώ φάλτσα την ταλαιπωρημένη φυσαρμόνικα τραγουδώντας τα μπλούζ των cowboys sthn erhmia ´´A cowboy must always have a trail,don´t you hear?Coyote is calling! Ride dear boy! where the canyons have no bottoms and the mountains reach the sky! Kind Lord i wish no rest for my horse,have no place to stay,i need only the wind,a new run run runaway..................´´

PARAKSENH POLH


Νύχτα,ερημα σοκάκια,ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα......βραχυκυκλώνει.......Σβησμένα φώτα στα δωμάτια,εγκέφαλοι πλαθουν φαντασιώσεις κι εφιάλτες,μια ονειροπαγίδα στον τοιχο καρφωμένη,οθόνες με παράσιτα ξεβραζουν οπτασίες......Μοναχικές κεραίες πανω στις ταράτσες,γυαλίζουν στη λάμψη της σεληνης,σηματα αλλοκοσμικά,κρυφες ανόγειες διαδρομές,σάλτα αυτοκτονιας ψηλά στις οροφές,κάγκελα σε μπαλκόνια σκουριασμένα......Σπίτια εγκατελειμένα,υπόγεια κλειδωμένα,διχως παράθυρα,γεμάτα σκόνη,τρύπες,στοιχειωμένα.......Δρομοι σβησμένοι απ τους χάρτες,παγκακια σημαδούρες,ένα καρτοτηλέφωνο μόνο του χτυπάει,σκυλοι που γρυλίζουν,σκιές παραμονεύουν στις γωνίες.........Παγιδευμένα πεζοδρόμια με νάρκες φυτεμενες δίπλα σε φαρμακεία,καλώδια λιωμένα στις κολώνες,πινακίδες ξεφτισμένες που σαλεύουν..........Γκράφιτι ζωγραφιές,χημικές αλληγορίες μυστήρια συμβολίζουν σε σκαλοπάτια και εισοδους παράξενων πολυκατοικιών.......Λαβύρινθοι απο ραγες,φίδια νεκρά που αλλάζουν δέρμα καθώς περνούν τα τρένα,λάμπες λιγνές,τρεμάμενες,αρχιτεκτονική ψυχιατρείου......Πουλιά ακίνητα στα δέντρα,αγάλματα που αλλάζουνε μορφές μες στα σκοτάδια.....ΠΑΡΑΦΡΟΝΕΣ ΘΕΟΙ ΣΚΥΒΟΥΝ ΠΑΝΩ ΑΠ ΤΗ ΠΟΛΗ,ΘΕΑΤΕΣ ΕΠΙΓΕΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ......ΑΜΑΚΙΓΙΑΡΙΣΤΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ.....ΑΘΩΑ ΡΟΧΑΛΙΖΟΥΝ.....................

PAROYSIASH.


ΕΙΜΑΙ Ο Ρ329...,ΤΑ 29 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ 914.544.000 ΧΑΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΜΩΡΟ ΠΟΥ ΓΛΙΤΩΣΕ ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΗΡΩΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΓΕΥΤΕΙ ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ.ΕΙΜΑΙ Η ΛΕΞΗ ΜΟΝΑΞΙΑ.......Η ΘΛΙΨΗ ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΕΝΟΣ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΕΜΑΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ ΠΟΥ ΜΑΔΗΣΑΝ ΜΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΟΥ ΕΙΠΕ ΨΕΜΜΑΤΑ.ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ ΠΟΥ ΕΦΤΙΑΧΝΕ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙΑ ΑΠΟ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΛΕΥΚΟΜΑΡΜΑΡΟ......Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ,ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΚΡΥΦΤΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ,ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ ΜΙΑΣ ΟΜΙΧΛΗΣ ΠΟΥ ΓΛΙΣΤΡΥΣΕ ΣΑ ΦΙΔΙ ΑΠΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ ΞΑΦΝΙΚΑ ΣΕ ΕΝΑ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΠΡΩΙΝΟ....ΕΙΜΑΙ Η ΖΑΛΑΔΑ ΕΝΟΣ ΧΟΡΟΥ ΕΚΣΤΑΣΙΑΚΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΚΑΘΩΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΔΕΙΧΝΕ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ,Η ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΕΝΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΣΑ....ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΡΥΖΕΙ ΝΑΥΑΓΙΑ,ΚΟΙΤΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΚΑΙ ΦΑΝΕΡΩΝΟΝΤΑΙ ΑΣΤΕΡΙΑ,ΚΟΜΗΤΕΣ ΜΕ ΟΛΟΧΡΥΣΕΣ ΟΥΡΕΣ.....ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΟΝ ΠΥΡΕΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΜΙΑΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ ΠΝΙΓΜΕΝΗΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ,ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ.....ΚΑΤΑΡΕΕΙ.......ΕΙΜΑΙ Ο ΓΙΟΣ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΙΟ ΣΤΗ ΞΕΝΙΤΙΑ......ΕΙΜΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΟΝΟΣ.....ΜΑΛΛΟΝ ΔΕ ΘΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΩ.......

THALASSA


Μια νύχτα του Αυγούστου,ο Μανος(ο Μπεκρής όπως τον αποκαλούσαν) ξαναμμένος από το μεθύσι του ανέβηκε ψηλά στη πετρα της Ηρώς(όπως και αυτήν οι χωρικοί την ονόμασαν).....Κοιτώντας τα astra να βυθίζονται μακριά του μες το πέλαγος,ένοιωθε σαν σε φυλακή πάνω σε τούτο το ξέρo νησί.Σαν πετρα λες που φύτρωσε ξαφνικά καταμεσής της θαλάσσης και μεγάλωσε τόσο που γίνε το stereo αυτό κομμάτι γης που κάθεται πάνω του κι εκείνος....Κοντεύει τα πενήντα πια,πρέπει,γιατί θα χε κορίτσι της παντρειάς τώρα μα του το πήρε η ριμάδα η θάλασσα...Είχε χάσει και τη γυναικα του,τη Δανάη,χρονια πολλά πριν,όταν η αρρώστια θέρισε το νησί κι έτσι χαροκαμένος ανεβαίνει εκεί ψηλά και κάθεται τις νύχτες τραγουδώντας"Συ θάλασσα που με έθρεψες και άντρα με έχεις κάνει,μια μέρα που "εθυμωσες" κακό έφερες φιρμάνι,την κόρη την Ηρώ που έλουζε ο ήλιος,τη ζήλεψες από τη γη,στα βάθη πια την έχεις και μοναχος σαν το θεριό,να τυραννιέμαι απ το theo,τις νύχτες που σε βλέπω,να ξέρω η κόρη είναι μακριά,μες το vathu σκοτάδι και όλη τη χάρη που έλαμπε,εσύ την έχεις πάρει!".....Κάποιοι τον έχουν δει να πετα πέτρες στη θάλασσα,τόσο μεγάλες που και ο ίδιος δυσκολεύεται πολύ να τις σηκώσει,ίσως να νοιώθει πως έτσι την τιμωρεί,ποιος ξέρει!Χρονια έχει να φύγει από το νησί,δε του πάει η καρδια να περάσει μες από τη θάλασσα,μέχρι και το καΐκι του παράτησε και στο λιμάνι όλο φασαρίες έχει με τους άλλους ψαράδες γιατί λέει πως κάθε μέρα που τα καΐκια σκίζουν τα νερά εκείνη πόνο νοιώθει και φεύγει όλο και πιο μακρυά μέσα στο μαύρο το βυθό!....Εκεί λοιπόν τούτη τη νύχτα,ψηλά στο ακρωτήρι έχει συντροφια το ποτό κι ένα αναμμένο τσιγάρο,μια κόκκινη πινελιά στο ολόμαυρο του κόσμου του.Αυτές τις στιγμές φέρνει ο dόλιος στο νου τη γυναικα και τη κόρη του,τα maura μακριά μαλλιά και τα καστανα της ματια,ποσο έμοιαζε στη μάνα της!....Την χρονια που την έχασε η Ηρώ ήταν μικρό παιδί ακόμα,κι όλα αυτός τα ανέλαβε,με αυτόν μεγάλωσε,ταξιδεύοντας μαζί του στο καΐκι.Κι όταν η αρρώστια χτύπησε πάλι το νησί,έβλεπε τις κοπέλες στις κηδείες νεκροστολισμένες και θυμόταν τη γυναικα του,έτρεμε μη πάθει τίποτα το μονάκριβο παιδί που χε μεγαλώσει με τόσες θυσίες!....Και την έχασε ξαφνικά και άδικα μια μέρα που η Ηρώ ανέβηκε στη πετρα να μαζέψει λουλούδια,έφτιαχνε στεφανια με αυτά και τα δίνε στο πατέρα και στους γειτόνους της!Γλιστρhσε και χάθηκε!"Το κορίτσι μου αγαπούσε πολύ τα λούλουδα" έλεγε "Τώρα μακάρι να έχει ένα κήπο γεμάτο κάθε λογής λουλούδι!" Δε τις ξέχασε ποτε,δε κατάφερε να συνεχίσει τη ζωή του,τα θυμάται όλα και τον τρώει ο καημός....Μονο τις νύχτες λίγο ηρεμεί,εδώ πάνω,στη πετρα της Ηρώς,με τα αστερια διάσπαρτα στον ουρανό και το τραγούδι του ανέμου.Ποτίζει το ταλαιπωρημένο του κορμί με καπνό και μέθη,όμως δε σβήνει εύκολα ο πόνος!Σήμερα ειδικά είναι αβάσταχτος,τέτοια μέρα ήταν που έχασε τη κόρη του,της είχε υποσχεθεί να ανεβούν να μαζέψουνε λουλούδια άμα θα τελειωναν το βάψιμο της βάρκας.Ξεκίνησαν με γέλια και χαρες όμως σε αυτό το σημείο έχασε το φως του!.....Κοιτάζει από ψηλά κάτω την ακτή,ακούει τα κύματα που χτυπούν στα βράχια και του σφίγγεται η καρδια.Εκεί ξεψύχησε το παιδί του,πέφτοντας σα λουλούδι κι η θάλασσα την πήρε μακριά του αφήνοντας μια πικρή ανάμνηση και δάκρυα στα ματια....Το ολόγιομο φεγγάρι καθρεφτίζεται πάνω στο νερό,ο φάρος στην απέναντι μεριά του νησιού σκίζει τον ουρανό με τις φωτεινές δέσμες του.Ξάφνου παρατηρεί μια δυνατή λάμψη μέσα στα κύματα,δυσκολεύεται να δει,μπορεί να τον γελούν τα κουρασμένα ματια του.Όμως ξανακοίτα και πια είναι σίγουρος πως βλέπει ένα περίεργο λαμπύρισμα διπλα σχεδόν στα βράχια!"Τέτοια ώρα μονο κακά φέρνει,κάποιος άμοιρος χρειάζεται βοήθεια" σκέφτεται.Αρχίζει να τρέχει προς τα κάτω για να περάσει από το μονοπάτι των ψαράδων μέχρι να βγει στο σημείο που είδε το παράξενο φως στο νερό....Φτάνοντας εξουθενωμένος κοίτα τριγύρω όμως τώρα πια δε φαίνεται τίποτα,πουθενά!Σκύβει το κεφάλι και γονατίζει,αναρωτιέται μήπως χάνει τα λογικά του,μπορεί να φταίει και το ρημάδι το ποτό,μπορεί να είδε κάτι άλλο,θυμάται τους ψαράδες να λένε ιστορίες για τα νερά που γινόταν ξαφνικά σα το χρυσαφι!!!....Απελπισμένος σηκώνει τα ματια μα βλέπει μπρός του μια εικόνα που χε ικετέψει τη Παναγια όλα αυτά τα χρονια για να ξαναδεί,η Ηρώ ξεπροβάλλει μέσα στο νερό μονο που τα μακριά μαλλιά της και τα ματια αστράφτουν σα φλόγες στο σκοτάδι!!!Παγωμένος,δε μπορεί να αρθρώσει μίλια,την κοίτα λες και θέλει να χορτάσει το βλέμμα του για πάντα!"Δε μπορεί να sai εσύ" της λέει,"Μα πως;"....."Δε το ξερες πατέρα;εσύ δε φώναζες στα καΐκια να μην ταράζουν τα νερά;" του απαντα με ένα μυστήριο χαμόγελο."Να μην φοβάσαι,τώρα το σπίτι μου είναι στο βυθό,μαζί με τα κοχύλια,μαζί με τα χρυσάνθεμα της θάλασσας και τα μαργαριτάρια!Να προσεχεις πάνω στην απότομη πλαγια πατέρα" του λέει και βουτά βαθιά και χάνεται!.....Ο Μανος έμεινε σαστισμένος!δε μπορεί να το πιστέψει,νοιώθει πως ζει ένα όνειρο!Κοίτα ξανά και ξανά,δεν υπάρχει τίποτα!"Αλίμονο,με γEλα το κεφάλι μου" συλλογιέται!!!!......Μονος του,στην άκρη στα βράχια,mesa sth vouvh nuxta kai th zalh tou......Me ta kaikia aragmena sto limani.......kai tis gorgones eleutheres na fwtizoun sta kumata!!!!!!!

MES TO ONEIRO MOY.


Είναι νύχτα....Η σιωπή με κυκλώνει....Το κορμί τσακισμένο,τα ματια βαραίνουν,ο διακόπτης της εγρήγορσης κλείνει,ο εγκέφαλος κουρνιάζει μέσα στο κρανίο μου κι αρχίζει να ονειρεύεται........................................Τέτοιες στιγμές θέλω να φύγω,να δραπετεύσω περνώντας το κατώφλι της πραγματικότητας!Πρέπει να βρω μια πύλη,ένα πέρασμα για αλλου....Να ένας μαρκαδόρος!Ζωγραφίζω μια τρυπα στον τοίχο,αρχίζει να γίνεται όλο και πιο μεγάλη,όλο και πιο μαύρη,φαντάζει τώρα σαν χάσμα της αβύσσου.....Καταδύομαι,νοιώθω μια ελαφριά ζάλη,σκοτάδι τριγύρω.Από μακριά βλέπω μια λευκη μορφή να πλησιάζει!Thee μου,μια τεραστια φάλαινα περνάει διπλα μου,με θεόρατα πτερύγια,γεμάτα φολίδες!Με κοιτάει,μου κλείνει περιπαιχτικά το μάτι και απομακρύνεται κουνώντας την ουρα της σαν να κολυμπάει στον αέρα....Τώρα βρίσκομαι μες σε ένα σπίτι,δίχως παράθυρα,ένα ρολοι κρέμεται ανάποδα....Ένας μπαμπουίνος με πολύχρωμο καπέλο χοροπηδάει εμπρός στα πόδια μου,τραβάει με δύναμη το παπούτσι μου,το βγάζει και φεύγει ουρλιάζοντας σαν τρελός!....Βλέπω μια πόρτα,την ανοίγω,υπάρχει ένα δωμάτιο με καθρέφτες ολόγυρα κι eνά κλουβί με έναν κόκκινο παπαγάλο στο ταβάνι.Στο μπροστινό καθρέφτη βλέπω το είδωλο μου....κοιτάζω αριστερά και βλέπω μέσα στο γυαλί μια καμηλοπάρδαλη....κοιτώ τον εαυτό μου,είμαι εγώ....ξανακοιτώ τον καθρέφτη αριστερά,μια καμηλοπάρδαλη,με φανταχτερές βλεφαρίδες κοίτα με ματια ορθάνοιχτα....ο παπαγάλος αρχίζει να τρεκλίζει....κλείνω γρήγορα τη πόρτα!Ένας διάδρομος...βηματίζω...δυο μπουκάλια άδεια κι ένας σπασμένος αναπτήρας στο πάτωμα,μια απαλή μουσική ακούγεται...Σκαλοπάτια γεμάτα λευκα ροδοπέταλα,κατεβαίνω,νοιώθω ένα ξαφνικό πόνο στο γυμνό μου πόδι,πάτησα ένα αγκάθι που με τρύπησε...κόκκινα ροδοπέταλα.....κάτι ήξερε ο μπαμπουίνος.....Φτάνω σε μια αίθουσα με πίνακες ζωγραφικής,ένα πλοίο με μεγάλα φουγάρα στο ένα κάδρο.Διπλα το ίδιο πλοίο χάνεται μέσα σε κύματα,στον τρίτο πινακα ένα ναυάγιο,σε μια θάλασσα γεμάτη πρόσωπα....Ακούγεται ένας θόρυβος πίσω από μια άλλη πόρτα,την ανοίγω,δυο σπαθιά ξιφομαχούν μονα τους στο κενό,μια σπίθα πετάγεται κι ανάβει ένα κερί....Ο χώρος είναι γεμάτος με πανοπλίες,εκατοντάδες στοιχισμένες σε σειρά.Στη πρώτη υπάρχει ένα κλειδί κρεμασμένο στο λαιμό και στα πόδια αφημένο ένα μικρό σεντούκι...δοκιμάζω το κλειδί,ταιριάζει,ανοίγω και βρίσκω ένα φάκελο,διαβάζω από έξω "ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ"....Ιδρώνω,οι σφυγμοί ανεβαίνουν,οι τοίχοι βαριανασαίνουν....ακούω βήματα...ο μπαμπουίνος εμφανίζεται ουρλιάζοντας και πίσω του ένας ψηλός,μαυροντυμένος,με μακριά κάπα και μαλλιά που ανεμίζουν.....Βάζει το χέρι στη τσέπη και βγάζει ένα όπλο,με σημαδεύει....Μα είναι ένα νεροπίστολο,τι μπορεί να μου κάνει με ένα νεροπίστολο;....Πυροβολεί.....Τα χερια και ο φάκελος βουτηγμένα στο αίμα,ο μπαμπουίνος πλησιάζει και με θλιμμένο βλέμμα αφήνει στα πόδια μου το παπούτσι.............................Ανοίγω τα ματια,ένας τρομερός πονοκέφαλος!Ποιος είμαι.....Που ήμουν;....Πως άλλαξε έτσι το κρεββάτι μού;

MATWMENO SHMEIWMA STO KELI 665.


Τα κατάφερα,ένα κομμάτι χαρτί,ένα σπασμένο μολύβι κι ένας αναπτήρας,θησαυρός!Μέτρησα 53 παλάμες στο πάτωμα,από τοίχο σε τοίχο.Ταβάνι δεν είδα ακόμη!Όταν πρωτομπήκα δεν κρύωνα,τώρα παγώνω,πρέπει να χειμώνιασε.........Σχεδόν 10 δευτερόλεπτα φως όταν ανοίγει ο φύλακας το πορτάκι,μετά απόλυτο σκοτάδι!Δε μπορώ να κοιμηθώ εύκολα,σπαράζω σακατεμένος,νοιώθω να με χαϊδεύουν φίδια,πλοκάμια τυλίγονται στο σώμα μου.........Κάθε φορα ξαπλώνω σε διαφορετική γωνια,κάθε γωνια κι ένα ενοίκιο,υποσχέθηκα στις skies να πληρώσω κάποτε για όλα,μέχρι χθες 412 δόσεις!Πιο πολύ μου αρέσει να κουρνιάζω δεξιά απ τη σιδερένια πόρτα,οι τοίχοι εκεί μου φαίνονται πιο λείοι,το πάτωμα λιγάκι μαλακό........Όταν νοιώθω ασφυκτικά μονος χώνω το κεφάλι μες το πουκάμισο και τραγουδάω,ανοιγοκλείνω τα ματια μου και βλέπω ροζ αστραπές,πολύχρωμους πολυελαίους,ορίζοντες μου γνέφουν! Τη μέρα που με τσάκισαν στο ξύλο μίλησα με το theo,τον έβριζα διαρκώς! Διψούσα τόσο πολύ κι έπινα το αίμα απ τις ανοιχτές πληγές μου μα ξεραίνονταν στα χείλη κι έτσι διψούσα όλο και περισσότερο,αβάσταχτο μαρτύριο κι Αυτός με χλεύαζε,ήταν απών,στρογγυλοκαθόταν στο θρόνο Του..........Άμα δε πονάω πολύ στέκομαι όρθιος με τα χερια ανοιχτά,ακροβατώ,όσο αντέχω,μου λείπουν όμως τα καρφιά κι ένα αγκάθινο στεφάνι..........Κάποιες στιγμές νοιώθω ένα ψύχος να με περικυκλώνει,ανατριχιάζω και δακρύζω,είμαι σίγουρος πως τριγυρνούν φαντάσματα εδώ μέσα! Κουλουριάζομαι και αρχίζω να μετράω παίρνοντας βαθιές ανάσες,μια φορα έφτασα μέχρι το 665 κι έπειτα λιποθύμησα........Μου φέρνουν ρύζι άψητο και αρακά κατεψυγμένο,είναι τα μονα μου παιχνίδια!Είχα συλλάβει και μια μύγα,προσπάθησα και κατάφερα με πολύ κόπο να της βγάλω τα φτερά.Ήταν πολύ καιρό μαζί μου,σε αυτή φανέρωσα όλα μου τα μυστικά,πριν ξαπλώσω τη νανούριζα ψιθυριστά........Κάποια μέρα όταν ξύπνησα,ψηλάφισα το πάτωμα μα δε τη βρήκα,ίσως τη πλάκωσα στον ύπνο μου,ίσως δραπέτευσε,ποιος ξέρει.........Συχνά διπλώνομαι από τους πόνους,πικρή χολή στα χείλη μου,τα δόντια μου τρίζουν,κομμάτια σπασμένα καταπίνω,ψήνομαι στον πυρετό........Πήρα την απόφαση να δαγκώσω τις φλέβες μου,να ξεσκίσω το δέρμα,να φτάσω βαθιά σαν τσακάλι σε λαιμό ζαρκαδιού,ελπίζω να μη φωνάξω!Αν είμαι τυχερός το κορμί μου θα στραγγίσει πριν με βρούν.......Κάποτε ήμουν ταχυδρόμος,είχα ένα όμορφο ποδήλατο και μια δερμάτινη τσάντα,κάθε πρωί χαιρέταγα τις τριανταφυλλιές μου και τάιζα τους ζαβολιάρηδες σκίουρους στο πάρκο.Είχα όμως κι ένα πιστόλι.......Μια μαύρη μάσκα,μια γραφομηχανή και τη τσάντα γεμάτη προκηρύξεις το βραδυ!Ήμουν νέος,ονειροπόλος επαναστάτης αλλα με χαρακτήρισαν τρελό,παρανοϊκό!Όταν πέρασα τα κάγκελα χειροπόδαρα δεμένος,στον ουρανό είδα πουλια.......Ελευθερα πετούσαν! .......Ανάθεμα ως εδώ! Δεσκέφτομαιτίποταδεπονάωδεβλέπωτοαίμαδεσταματάωτοέναδαγκώνωμετοάλλογράφωφτύνωξαναδαγκωνωζαλάδαζεστηγλώσσακάψιμουγρόπάτωμαάγγελοι έ σ βη σ ε ο α ν α πτή ρα ς παρ α λύω Μ Α ΡΚ ΟΣ

XANOMAI......


Χάνομαι....Κοιτώ στο δρόμο μανάδες στολισμένες,κρατούν στον ωμο τα παιδιά τους,παιδιά ρυτιδιασμένα μου γνέφουν από μακριά,δεν κοιταχτήκανε ποτε τους σε καθρέπτη,χλωμά θανάτου προσωπεία....Χάνομαι.....Σε ένα χειμωνιάτικο περίπατο στη παραλια,ο ορίζοντας συννέφιασε ξαφνικά,στο βάθος είδα ξύλινα καραβια,στον άνεμο ηχούσε ένα παράξενο τραγούδι σε μια αρχαία άγνωστη γλώσσα και κατέρρευσα.....με χείλη σφιχτά στην άμμο,με ματια ραγισμένα,κορμί παραδομένο,γεμάτο πυρετό,σπαρταρούσα στην ερημιά.....Χάνομαι.....Ένα καταραμένο καλοκαίρι πλάγιασα στο κρεββάτι μου,ποτισμένος με κρασί και ζάλη,στη σιγαλιά της νύχτας ακούστηκε έξω από το παράθυρο ένας κελαηδισμός,ότι πιο όμορφο είχα ακούσει ποτε,ένα αηδόνι μου τραγουδούσε μες τη νύχτα,ιδρωμένος κοιτούσα στο ταβάνι με ένα παρανοϊκό χαμόγελο στο βλέμμα,το σώμα βάρυνε,βυθίστηκα μες τα σεντόνια,η ψυχή έβγαλε μια κραυγή κι έπειτα έσπασε σε χίλια δυο κομμάτια,αν είχα ένα μαχαίρι πάνω στο φοβισμένο κομοδίνο θα αυτοκτονούσα....το ορκίζομαι......Χάνομαι......Οι skies με πλησιάζουν,κάθονται διπλα μου,ψιθυρίζουν με μυστήριες φωνές,ζητούν τα ενοίκια της Κόλασης,αρχίζω να προσεύχομαι στην Παναγια,σε έναν theo κρυμμένο κι οι skies μένουν βουβές,ακίνητες,με κοιτούν να σπαράζω μοναχος στο κελί μου,με λυπούνται για τη παντοτινή μοναξιά,για τα αδικοχαμένα βραδυά,για τη φυλακισμένη μοίρα μου......Χάνομαι......Φτιάξε μου μια θηλιά να κρεμαστώ,τα δικά μου χερια τρέμουν,με προδίδουν,δεν τους αντέχω,σε παρακαλώ,αργοπεθαίνω μες σε στιγμές ερείπια με δέκα ζωές ταυτόχρονα,δέκα πληγές,ένας τρελός που δε μπορεί να ζει ανώδυνα το ψέμα.....Χάνομαι.......Η νύχτα με βρήκε ξανά στο κρύο πάτωμα,κουλουριασμένο,γυμνό με χαρακιές στα χερια,οι τoίχoi γραμμένοι με αίμα,ψαλμοί τραγωδίας με πρωταγωνιστή εμενα,στέκονται πάνω μύγες που γεύονται τη θλίψη μου,κόκκινα τα φτερά τους.......Χάνομαι.......Ένας κομήτης διασχίζει τον έναστρο ουρανό στη Σαχάρα,μια αλεπού της ερήμου αφήνει απαλά τις πατημασιές της πάνω στις χρυσές θίνες,τα μαντήλια τυλίγονται στο πρόσωπο,το καραβάνι ξεκίνησε......πάλι χωρίς εμενα.................Χάνομαι...................

XWRIKES PARAISTHHSEIS


Αναρωτήθηκες ποτε τι είναι ο χώρος;Ποιο είναι το δικό σου σύμπαν;το σύμπαν ενός αετού;ενός δελφινιού;μιας αράχνης;Σε poses διαστάσεις ζεις σήμερα;Η θεωρία των χορδών είναι μαθηματικά autosunephs σε δέκα διαστάσεις.....Σε έναν κόσμο μονο με δυο,που αγνοεί τη διάσταση του ύψους αν σταθείς πάνω από το κεφάλι ενός όντoς δε θα μπορέσει να σε δει!Ίσως όμως να αντιληφθεί τη σκιά σου και τότε θα αρχίσει να φιλοσοφεί με δέος το νόημα του κόσμου του,θα προσφέρει θυσίες και θα προσεύχεται....Κόσμοι μέσα σε κόσμους,σύμπαντα που συγκρούονται,σκουληκότρυπες,πύλες για αλλου....Ουράνιες πολιτείες φεγγοβολούν πάνω από την aurora borealis,αντικατοπρισμοι του παραδεισου στην άκρη του ουρανιου τόξου,ο Elidor τρέχει στα καταπράσινα λιβάδια της χώρας των ξωτικών,βασιλεύει στα σκοτάδια ο Μαύρος Άρχοντας στη γη της Μόρντορ,ο κυανοκεφαλος θεός Aνουβις οδηγεί τις ψυχές στις χώρες των νεκρών,παγιδευμένη η Αλίκη στη Χωρα των θαυμάτων,ταξιδεύουν οι γαλαξίες μες τη γενειάδα του θεού,όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Narnia....Άνοιξε σουσάμι.....Όταν ονειρεύεσαι,επισκέπτεσαι τη Χωρα του Ονείρου η αυτή έρχεται σε σένα;Τους τόπους στα όνειρα μου τους επισκέπτονται και άλλοι;Χτες το βραδυ ονειρεύτηκα μια έπαυλη,στην εξοχη,με έναν χαμηλό φράχτη κι ένα λαβύρινθο από πυξάρια,με ένα μαρμάρινο συντριβάνι στο κέντρο της αυλής....Σήμερα όταν αποκοιμηθείς και τύχει στο όνειρο σου να διαβείς από εκεί θαύμασε τα πέτρινα αγάλματα που στέκουν μεγαλοπρεπη πάνω στη στέγη,τα ωραία μπιμπελό στη κουζίνα,τις μεταξωτές κουρτίνες και τα βελούδινα σεντόνια στη κρεvvατοκάμαρα,το μεγάλο μαύρο piano που δεσπόζει στο σαλόνι,τη συλλογή με τα ξίφη,το πινακα με το σαγηνευτικό βλέμμα της κοπέλας,την πανοπλία ενός ιππότη που στέκει μοναχική στην αίθουσα με τους κρεμαστούς πολυελαίους και φεύγοντας....σε παρακαλώ....κλείσε απαλά τη πόρτα.............

OTAN PINOYN OI TRELOI!


Στήνει καρτέρι ο ερωτας στα στήθη της κοπέλας,καρφωμένα βελη σε καρδιά που αιμοραγεί.....Πέπλα μεταξωτα,στολίδια που γυαλίζουν,δάκρυα σκλαβιας στα βλεφαρα μιας νυφης που θρηνει.......Σφιχτοπερίπλεχτος κισσος αναριχιεται στο μπαλκόνι,στα κάγκελα ένας νεαρός στις φλέβες χύνει σκόνη....Βράδια θα ρθούν γι αυτόν σε πετροστοιβαγμένες φυλακές,μονάχος θα χορταίνει πυρετό,σεντόνια ματωμενα,αρματωμένοι δράκοντες θα ουρλιαζουν στο κελί του......Φυσά ο Ιάσονας μες σε κοχύλες,αρχαία κουπιά αιματοβαμενα,διαβαίνει το ωριόπρυμο καραβι γοργά τις Συμπληγάδες,μαγισσα θα τον περιμένει,στα χείλη φαρμακι να κεράσει.......Πατέρας ανεμοδαρμενος,ψηλα στο ακρωτήρι,σινιάλο νικηφόρο απο μακριά προσμένει,μέθυσε η Κρήτη του Θησέα το μυαλό,της Αριάδνης ματια που πλανεύουν,μαυρα κυματιστά πανιά ο γέρος αντικρύζει,χέρια γροθιά,σάλτο τρελό σε βραχια κοφτερά,στο πελαγος όνομα αιώνιο χαρίζει......Σκύλα ζωη παραπατά,σάπια αποφάγια αναμνήσεων καταπίνει,μες σε παλιά μουραγια κουρνιάζει ματωμένη,γεμάτη μούχλα και σκουριά,στου θεού τα ψίχουλα κουνάει χαριτωμένα την ουρά........Αδήλωτοι πολίτες,μες τη νυχτα σουλατσάρουν,ξεφυλλίζοντας το χρονο σε αλκοολικά βαγόνια,τα όνειρα στις ράγες ζωγραφίζουν....Αστρα βρέχει ο ουρανός,ειδωλα ραγισμένα σε ασύγκλητες τηλεσκοπίων συστάδες,καπνίζουνε οι κάνες στις ταράτσες,λαβώθηκε ο σοφός κι υποχωρει σκυφτός εκει που φίλος σφάζει φίλο,αίμα πηχτό,αδερφικό.....Κι εγώ ενα θεριό,λάθος για ένα στανιό.....της τιμής μου φυλαχτό.........Μάχεται ο Σεβάχ......στα βάθη της Ανατολής......για το καλό του Κόσμου.......

XRONIKES PARAISTHHSEIS




Αναρωτήθηκες ποτε τι είναι ο χρόνος;Όταν το ρολοι έδειχνε 23:11 στις 12 Φλεβάρη 2000 ο χρόνος φάνταζε ατέλειωτος για μένα που ψηνόμουν στο πυρετό μες σε ένα ξενοδοχείο στη Λάρνακα!Την ίδια στιγμή κάποιος που προσευχόταν σε ένα τζαμι στη Παλαιστίνη,ένοιωσε ένα τράνταγμα,πρόλαβε να δει σκόνη,αίμα,δυο δάχτυλα να κρέμονται στο χέρι του και πέρασαν μπροστά στα ματια του εικόνες από όλη τη ζωή του,όλα σε μια στιγμή!Την ίδια στιγμή που ένας μοναχος στο Άγιο Ορος,κλεισμένος σε μια σπηλιά,άκουγε εκστασιασμένος τις τροχιές των πλανητών!Γι αυτόν ο χρόνος είχε σταματήσει....Ψεύτης χρόνος!Ο M.Αλέξανδρος ζει και βασιλεύει στα βάθη της Ασίας,ο Αντώνιος φιλα μεθυσμένος τα στήθη της Κλεοπάτρας και η Ρώμη είναι βασίλειο της Αιγύπτου.Η Ατλαντίδα δε χάθηκε ποτε,δεινόσαυροι παραμονεύουν στα dash της Σαχάρας,ένας Αζτέκος ιερέας θυσιάζει 300 Ισπανούς στο theo Ήλιο,για τη μeγαλειωδη νίκη,ένας ινδιάνος κυνηγά βίσwνες και η Νέα Υόρκη δεν υπήρξε ποτε!....Τα δάκρυα του Πριάμου μες τη πυρπολημένη Τρoια ίδια είναι με τα δάκρυα του Αδόλφου Χίτλερ όταν οπλίζει το πιστόλι,η άρπα του Ομηρου παίζει μονη της,ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη,στον ουρανό δυο δίδυμα φεγγάρια....Ένας πρωτόγονος κοιμάται αθώα πάνω σε ένα δέντρο,ο μαχαιροδοντας σκαρφαλώνει αθόρυβα,δόντια καρφώνονται στο λαιμό,ματια βλέπουν τη τελευταία αυγή...πνίγεται ο Μαγγελάνος στον ατλαντικό,κύματα τον σκεπάζουν,ματια βλέπουν μέσα στα σύννεφα γοργόνες,μαύρες σημαίες σε ιπτάμενες καραβέλες.... Στιγμές....στροβιλίζονται αέναα στη δίνη του χρόνου,χαρίζονται,κλέβονται,ίδιες μα δε μοιάζουν καθόλου....Λιωμένα ρολόγια,παρανοϊκοί λεπτοδείχτες,γεροι που νικούν το θάνατο αλλα σαπίζουν αιώνια σε άσυλα,μάντισσες που κοιτούν στο μέλλον και καίγονται τραγουδώντας στη πυρά,ένας εξωγήινος χρονοταξιδιωτης κοίτα με ένα τηλεσκόπιο και βλέπει ένα μάτι,μέσα σε ένα τηλεσκόπιο,μέσα στη σοφίτα μου.Το ημερολόγιο του δείχνει 3832 γαλαξιακά χρονια....Είμαι 29 χρονων...Σε ώρες;σε δευτερόλεπτα;σε αρειανά χρονιά;....Ο χρόνος της ζωής μου στα όνειρα μου μετράει κι αυτός;των προηγουμενων ζωων;...Στη κόλαση ποσο χρονων θα είμαι;

ARNHTAI H SKANDALH


ΓΑΜΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΜΕ ΧΡΗΜΑ ΠΡΟΔWΜΕΝΟΣ,ΒΟΓΓΑ Η ΣΚΥΛΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΑΝΟΙΧΤΑ,ΠΑΙΔΙΑ ΜΙΚΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ,ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΝΗΣΤΙΚΑ! ΡΟΜΠΟΤ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΑ ΠΗΔΟΥΝΕ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ,ΝΑ ΛΙΩΣΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΜΙΝΙΑ,ΑΙΩΝΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ! ΠΟΡΝΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ΓΟΝΑΤΙΖΟΥΝ,ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΣΥΡΙΓΓΑ ΦΙΛΑ,ΡΟΥΘΟΥΝΙΑ ΑΣΠΡΑ ΠΟΥ ΜΑΤΩΝΟΥΝ,ΔΑΚΡΥΖΕΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ! ΥΑΙΝΕΣ ΣΤΕΚΟΥΝ ΣΤΑ ΜΠΑΛΚΟΝΙΑ,ΣΑΓΟΝΙΑ ΤΡΙΖΟΥΝ ΟΡΓΙΣΜΕΝΑ,ΕΞΟΡΙΖΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ASTRA ΠΡΟΔWΜΕΝΑ! ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΗΧΟΥΝΕ ΣΕ ΥΠΟΓΕΙΕΣ ΣΤΟΕΣ,ΨΑΛΤΕΣ ΠΙΣΤΟΛΙΑ ΟΠΛΙΖΟΥΝ,ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ....ΘΕΛΩ.....ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΜΕ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ,ΨΥΧΟΡΑΓΩ! ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ,ΚΟΛΑΣΗ ΤΟΥ ΔΑΝΤΗ,ΧΑΡΕ ΗΡΘΑ ΜΕ ΚΑΒΑΛΑΡΗΔΕΣ,ΣΤΡΩΣΕ ΜΟΥ ΣΕΝΤΟΝΙΑ! ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΓΡΑΨΑ ΜΕ ΕΝΑ ΦΑΚΟ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ....ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΩΣ ΜΕ ΑΓΑΠΑΣ...ΘΑ ΦΥΓΩ ΣΥΝΤΟΜΑ,ΕΓΩ ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ....ΞΕΡΕΙΣ,ΠΟΤΕ ΜΟΥ ΔΕ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑ ΚΑΝΕΝΑΝ......

LAVYRINTHOI THS NYXTAS


Το φεγγάρι ανατέλλει αθόρυβα πάνω απ τα βουνά,μια κατσαρίδα παίρνει φορα απ το παγκάκι και πηδά...τσακίζεται στο πεζοδρόμιο! Θα προσπαθήσει ξανά,θέλει πολύ να καταφέρει να πετάξει. Ένας ληστής τρέχει αλαφιασμένος,γλιστρά διπλα απ το παγκάκι,τσακίζεται στο πεζοδρόμιο! Θα σηκωθεί ξανά,θέλει πολύ να καταφέρει να ξεφύγει.Έντομα σκούζουν ορφανά μέσα στους τοίχους,μάνα νεκρή στο δρόμο,γλυκιά τροφή σε πεινασμένους αρουραίους.......Υφαίνει η αράχνη τον ιστό από τη γη ως τη σελήνη,στα δίχτυα της αστρόπλοια,κομήτες παγιδεύει.Μια petalis συμπαντική ανάμεσα στους γαλαξίες φτερουγίζει,ραντίζει νεφελώματα με αστρόσκονη,πάνω στο V.Polo ξαποσταζει,γεμίζει ο ουρανός aura πολύχρωμη καθώς rigaei τα φτερά......Μπάντες ξεκούρδιστες ροκαρουν στις ταράτσες,δορυφόροι εξωγήινοι κατασκοπεύουν γαϊτανάκια ερωτικά με κορμιά που χορεύουν μεθυσμένα πεινώντας κοκτέιλ νοθευμένα με πικρό afro ληγμένου αλκοόλ.......Γεροι παραμορφωμένοι τρεκλίζουν σε πυρηνικούς upóνομους,απόβλητα ζωής κουρνιάζουν μέσα σε πλαστικές νεκροτομείων σακούλες,τρομοκράτες παραμονεύουν στη γωνια,χαϊδεύουν τη σκανδάλη τρυφερά,τσίλιες φυλάει μια όμορφη κοπέλα,τα ματια της ψυχρα,δεν φοβούνται αλλα δάκρυα.......Ένας ανάπηρος ψυχίατρος στέλνει σήματα τηλεπαθητικά σε ψυχές προεπιλεγμένες που ξαγρυπνούν σε παραλογες σοφίτες,μεταλλαγμένα όνειρα,εγκέφαλοι ανήμερα θεριά διαλογίζονται μπροστά στη πύλη του καθρέπτη......Ηλεκτροκολλήσεις αστράφτουν σε υπόγεια,παράνομα εργαστήρια,εγχείρηση ανοιχτής καρδιας σε πυροβολημένα ανδροειδή,κοράκια καρaφλα ακροβατούν στα σύρματα,γεύονται αχόρταγα ηδονικά ηλεκτροσοκ,ράμφη που αιμορραγούνε.........Aπογειώνονται οι μάγισσες,καβαλα σε σκουπόξυλα φθαρμένα,πτήσεις μυστικές,στο φως της πανσεληνου,Κινέζοι μετανάστες παραληρούν σε σάπια σπίτια,τρύπιες σόμπες γεμάτες με σκουπίδια,μπρός τη φωτιά κάνουνε χαρακίρι.........Κι εγώ στο Ρήγμα κυνηγάω τα στοιχεια με ξίφος μαγικό,μες στο θηκάρι γυαλισμένο,skies m αφήνουν δώρα στα σοκάκια,γλυκοφιλώ μορφές φασματικές,παραδομένος σε planes συνουσίες κι εκεί στην άκρη της αυγής.........στο κατώφλι της πραγματικότητας......ο Φύλακας πιωμένος τραγουδάει...............

KSEGYMNWTO FEGGARI


Ήταν ερωτας δίχως ημερομηνία λήξης,εμείς δε το ξέραμε,οι καρδιές όμως το νοιώθαν,τα κορμιά ηλεκτρισμένα τέντωναν χερια από μακριά........Είχαν μείνει λίγοι,νυσταγμένοι,οι πιο πολλοί παραπατούσαν,εσύ μοναχη λικνιζόσουν στις προσταγές του δίσκου στο παλιό pικ αp! Άργησα να έρθω και μόλις σε είδα κρύφτηκα,άγαλμα έμεινα πίσω απ τον τοίχο,τα παπούτσια κοιτούσαν σαστισμένα το κεφάλι μου,το σταματημένο στο χρόνο βλέμμα.......Μια σκιά γλιστρuσε στο μπαρ ´´ένα gxo14 παρακαλώ και γρήγορα´´.Το ποτό δε πρόλαβε να ηρεμήσει στο ποτήρι,τρεμάμενος ένοιωθα το αλκοόλ να κατρακυλα στο λάρυγγα μου,´´ο εξόριστος πρίγκηπας λοιπόν,πάντα πρωταγωνιστής πίσω απ τα φώτα´´ άκουσα............Tο ποτήρι κατέβηκε τελετουργικά,η ανάσα σαν να κόπηκε,ένας κρότος στο ηχείο της καρδιας,ήθελα να φωνάξω ´´πνίγομαι´´,´´ναι,μακριά απ τις παγίδες´´ απάντησα χωρίς να το σκεφτεί πιο πριν ο εγκέφαλος!........Και τότε τα ματια συναντήθηκαν,ο χώρος παραμορφώθηκε,είδωλα ραγισμένα,ένα ροζ κραγιόν,σπίθες πέφταν στο πρόσωπο μου,πρόστυχο το φερμουάρ με πίεζε.Η aura σου με κλείδωσε,έμπειρη πια γνώριζε τις διαδικασίες,ζωγράφισε το μονοπάτι.........Δυο φαντάσματα στη ταράτσα,ο καπνός απ το τσιγάρο σου που πάντα με ενοχλούσε,ερωτική ατμόσφαιρα που ερέθιζε τα κύτταρα! Κάποτε θα ντρεπόμουνα την Πουλια,τώρα γεμάτη πονηριά μου έκλεινε το μάτι! Στημένη στα κάγκελα με τα πόδια ανοιχτά περίμενες τον ταυρομάχο,δε ξέρω αν δε βάσταξαν τα γόνατα η αν είχαν με το μυαλό συνωμοτήσει αλλα έσκυψα σαν ζητιάνος μπροστά σε ζαχαροπλαστείο.........Χώθηκα μες τη φούστα σου,λαίμαργος κι εκστασιασμένος,στα πλοκάμια μιας κολασμένης Εύας,είχα καθίσει ήδη στις ανελέητες νάρκες σου και το απολάμβανα! Φοβήθηκες μήπως τα υγρά λεκιάσουν τις μεταξένιες καλτσοδέτες σου,τράβηξα τα χερια σου,´´άστα´´ σου είπα,´´ένα με το δέρμα σου´´! Η πανσέληνος είχε κατεβει χαμηλά,έβλεπα τα χείλη σου πάνω και κάτω να γυαλίζουν,γευόμουν απαγορευμένους καρπούς της αμαρτίας μα δε φοβόμουνα theo! Τα φιλούσα μανιασμένα κι εσύ έβγαζες κραυγές ηδονικού πόνου,σαν βιασμένη νεράιδα που ξεψυχούσε,οι γλουτοί σου θηρία με σφίγγαν δυνατά,η κυρτωμένη σου μέση χάιδευε το κρύο σίδερο,δεν ήταν αυταπάτη ερωτική,ήμουν αγκαλιά με τον πόθο.........Σηκώθηκα κι έψαξα τη γλώσσα σου,τη ζεστη,αποπλανa γλώσσα σου,αναστέναξες στη γεύση των χυμών σου,βυθίστηκα μέσα σου σαν πρώτη,πρώτη φορα,η νύχτα παρέλυσε,γαντζωμένη πάνω μου ακροβατούσες με στήθη ελευθερα απ τα κουμπιά,στο άγγιγμα του ανέμου που απαλά φυσούσε στις κορυφές από τις θηλeς σου.........Κύματα τρικυμίας φλογερής με χτυπούσαν αλύπητα,τρελαμένος μετεωρίτης έπεφτα αυτοκτονώντας στη γη του αφαλού σου,ιδρώτας κοινός πότιζε τα εγκαύματα στις σάρκες! Πάνω σου λυτρώνονταν καημοί μου,εφιάλτες του μοναχικού καθρέπτη,βουβές ηδονές που με μαστίγωναν,μέσα σε σεντόνια ματωμένα,τα τόσα βραδυά μακριά σου.....´´Είσαι δικη μου´´ ψέλλισα,´´όπου και αν θα sai,με τελειώνεις´´,φωτιά στα σωθικά σου,το κορμί μου λαχανιασμένο,παραδομένο! Εδώ,για πάντα,μαζί σου,μέσα σου,αδύναμος....και πλήρης..........

NA TRELATHEIS


Απόψε η νύχτα είναι διαφορετική.....μια μυρωδιά σαν θειάφι πλανιέται στην ατμόσφαιρα....τα σύνορα των κόσμων ανοιχτά.....Λαβύρινθοι πραγματικοτήτων.....Ενας γάτος δίχως ουρά με προσπερνά,χανεται μες το στενό,δυο παράλληλα κτίρια και στη μέση ένα ημιφωτισμένο πέρασμα.....Ρωγμή.....Πόσο αλλάζουν οι εικόνες,όλο και πιο βαθιά,σε αγγέλων βήματα.....Βιολετί αποχρώσεις σε σοβάδες,διάφανα αιθερικά παντζούρια,ιστοί αράχνης πάλλονται,ταβάνια ιδρωμένα ανασαίνουν.....Στο Ρήγμα.....Ρίγη.....Εκτός ελέγχου όλα.....Εκεί δεν είσαι μόνος.....Το ξέρω,δε θα μ'αφήσει για πολύ....Η σκιά με πλησιάζει,μια ψυθιριστή φωνή ''Πρέπει να φύγεις,τώρα....Είσαι απο την Άλλη Μεριά.....Χαμένος!'' Ζάλη,καμπανάκια ηχούν,ακουμπισμένος με τη πλάτη στον τοίχο κοιτώ ένα σμήνος πουλιών στον ουρανό,γνωστά σοκάκια,το περίπτερο ''Νέα Γή'' στη συνηθισμένη γωνία.....My Side? Μήπως πέθανα Εκεί; Θα μπορούσα να διηγηθώ το θάνατο μου......Όταν βλέπω τον εαυτό μου στόν καθρέφτη,τρομάζω......Όταν ακούω τη φωνή μου μέσα στα παράσιτα να καλεί για βοήθεια,δακρύζω.......Είμαι Εδώ,είμαι κι Εκεί!Πώς να γυρίσω;Από πού;Σε ποιά πλευρά;..........Ψυχές που πλέουν στο πουθενά,γειτονιές σε όνειρα κρυμένες,ένα σπίτι στα σύννεφα,Αθάνατοι ξιφομαχούν στο καστρο,αιώνιος πυρετός,πύργοι που αιμοραγούνε,άνθρωποι αλλοτοπικοί the People from the Other Place.........Ζητιάνοι ψάχνουν στα σκουπίδια,στις τσέπες κρύβουν μυστικά,μιλούν δική τους γλώσσα! Προβολείς αναβοσβήνουν κωδικά,πλανόδιοι μουσικοί τρεκλίζουν,μεταμφιεσμένα ξωτικά......Τέτοια βράδια αλλόκοτα κοιτώ ψηλά στο στερέωμα και τί παράξενο........δέν αναγνωρίζω κανένα αστερισμό..............................

SE EKEINH


Καθόταν σκεπτική όταν την είδα,με ένα παράξενο χαμόγελο,ζαλιζόταν με το ποτό αλλα συνέχιζε να πίνει,φοβόταν μου είπε τις άδειες σελίδες,έβλεπε τον κόσμο χάρτινο,μουντζουρωμένο με μολύβι.........Συνομιλούσε με skies στο δωμάτιο,έκρυβε ποιήματα σε δικες της σκονισμένες ρωγμές,γραμμένα για έκπτωτους αγγέλους,για αυτούς που αναζητούν το σκότος στην ερημιά........Της άρεσαν οι πεταλούδες,αυτές που πετούν ψηλά ως τα σύννεφα,κοιτούσε τα mwv φτερά τους να ριγούν και δάκρυζε......ψυχορραγούσε........Την είδα παρέα με δανδήδες σε μεθυστικές περιπλανήσεις από μπαρ σε μπαρ,έκανε τη μεγάλη βόλτα στα σοκάκια,απάγγελνε στο φεγγάρι στίχους του καταραμένου ποιητή Μπωντλαίρ έχοντας τα ρούχα της ποτισμένα με κρασί και σταχτη.........Τα θλιμμένα φθινοπωρινά δειλινά ανέβαινε στο φάρο,παρέα με τα ξεχασμένα χελιδόνια,τραγουδούσε τραγούδια της μοναξιάς,για διάφανα κρίνα που μαράθηκαν,για άντρες που fugan,για τον κόσμο που δεν την ανεχόταν........Την είδα νεράιδα να στέκεται ακίνητη κάτω απ τα δέντρα με υπέροχα maura μακριά μαλλιά κοιτώντας στρατιώτες νέους,να φεύγουν για το μέτωπο.......Την ονειρεύτηκα με έναν άσπρο ματοβαμμένο μανδύα κι ένα σπαθί στο χέρι να μου δείχνει μονόκερους που κάλπαζαν για το βασίλειο της καρδιας,πολεμώντας τους δαίμονες που τους κυνηγούσαν με το βλέμμα της να έχει αρπάξει φωτιά.......Την κρυφοκοίταξα μέσα στο Ρήγμα όταν χόρευε με τις Μάggισσες στη βροχή,φιλώντας παθιασμένα έναν κλεμμένο πινακα του Νταλί,δώρο στον φύλακα της Νύχτας.........Την φαντάστηκα πάνω σε πλοία σάπια πειρατικά στη θάλασσα των Σαργασσών,μου κράταγε σφιχτά το πηδάλιο μέσα στην καταιγίδα,κέρναγε rouμi και τσούγκριζε στην υγιεiá της νεκροκεφαλής στη μαύρη σημαία μας προκαλώντας τον οργισμένο Ποσειδώνα........Όταν με πυροβόλησαν κι ήμουν στην κρύα άσφαλτο,λαβωμένος επαναστάτης,από φίλους προδομένος,μου χάιδευε τα μαγουλα και χαμογελούσε,τα ματια της με ξεπροβόδισαν........Μονο αυτή ήξερε πως πέθανα ευτυχισμένος.....πλήρης.......μονο αυτή.........

TO KEIMENO POU DE DEXOTAN TITLO


Θυμάμαι εποχές που τα κορίτσια φορούσαν fly μπουφάν,στο λαιμό με κορδόνι ένα σταυρο δεμένο,είχαν τα τζιν γραμμένα και τα γόνατα γυμνά....Ανέμιζαν μπλούζες μουσκεμένες σε συναυλίες του καλοκαιριού και σκάλιζαν στα παγκάκια ονόματα από αγάπες μυστικά μες την καρδια κρυμμένες.....Στο δρόμο βλέπω ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο στη βροχή,μετά φωνές,καυγάς,μια κοπέλα τρέχει στο σκοτάδι,αυτός με το χέρι τεντωμένο σφίγγει στα δάχτυλα μια vera....Ένα περιστέρι φτερουγίζει μουσκεμένο πάνω απ τις καμινάδες,περνα τα σύννεφα,πετα μακριά μέσα στο σύμπαν,μια σκιά αυτοκτονεί μες το πηγάδι,η νύχτα κλαίει δυο φορες,αστραπές βιάζουν τον πρόστυχο ουρανό.....Δεν αντέχω thee μου,πως να σε πλησιάσω,τρέχω τυφλός σε καρμανιόλες,στο τέλος της στροφής μια άδεια κάννη που καπνίζει,μαύρο πουκάμισο γεμάτο σκάγια αιμορραγεί! Θα κοιμηθώ ξανά με εφιάλτες σταλακτίτες κοφτερούς,σαν νυχτερίδας λείψανο που σπαρταρά σε σπήλαιο θανάτου,εύχομαι να μην πεθάνω μέχρι να ρθει η άνοιξη.....Μια κούκλα ξύλινη στέκει σκυφτή πάνω στο ραγισμένο κομοδίνο,ξεφτισμένα χρώματα κάτω απ το κοντό παντελονάκι,βλέμμα ακίνητο μέσα σε ματια γυάλινα,ένα δάκρυ σκαλισμένο στα χλωμά γεμάτα ακίδες μαγουλα....Καληνύχτα Πινόκιο.......κι απόψε η νεράιδα δεν ήρθε.............

STIGMES AGWNIAS


Ώρες μαρτυρικές,δοσμένες σε μπουκάλια με ρακί,οι αναμνήσεις μου καίνε την καρδια,ένα γραμμόφωνο παλιό φαλτσάρει θλίψη,παρακαλά να σταματήσει,να γευτεί τη μαγική σιωπή.........Θέλω να χαθώ μέσα στα καλοκαιρια,στα χρυσά χωράφια,εκεί στο ακρωτήρι,με ξύλινους ανεμόμυλους,στα ερωτευμένα παγκάκια που σαπίζουν σε λιθόστρωτες πλατείες........Μα μένω πίσω,πάντα πίσω,σε μια αυλή με μαραμένα τριαντάφυλλα,αηδόνια σε κλουβιά βαλσαμωμένα,ένα άγαλμα νεράιδας ολόλευκο, με τα φτερά κομμένα..........Τα βραδια φυσα ο ζεστός livας και χώνεται στο μαύρο μου πουκάμισο,κοιτώ ιδρωμένος τα αστερια....και ψυχορραγώ.......Γράφω τα όνειρα μου σε χαρτί,τυλίγω τις πλευρές του,μια σαΐτα απογειώνεται,τα όνειρα στον άνεμο.....Τα ξημερώματα στέκομαι γυμνός μπροστά στον καθρέπτη,ακουμπώ το κορμί πάνω του,γλύφω με τη γλώσσα το κρύο γυαλί....Κάποτε θα βρω το θάρρος να τον χτυπήσω με τη γροθιά μου,να ραγίσει....Θα τον γλύψω απ άκρη σε άκρη,να κοκκινίσει.....Έτσι δε θα βλέπω αυτή τη μοναχική ομορφιά....την καημένη.....που όλο γερνάει,γερνάει......Οι skies με αποχαιρετούν......Ωραία νύχτα σήμερα......θα μπορούσα να κρεμαστώ στον κήπο...........